Στο Γυμνάσιο της Τούμπας Θεσσαλονίκης εντοπίστηκαν δύο κρούσματα ψώρας, με τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν το πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ, το οποίο προβλέπει καθαρισμό των επιφανειών και αποφυγή στενών επαφών, αντί για κλείσιμο του σχολείου.
Οι γονείς ενημερώθηκαν και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, καθώς τέτοια περιστατικά είναι συνηθισμένα.
Η ψώρα μεταδίδεται κυρίως μέσω παρατεταμένης δέρμα με δέρμα επαφής ή μολυσμένων αντικειμένων, ενώ τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έντονη φαγούρα και δερματικά εξανθήματα.
Η θεραπεία γίνεται με τοπικά αντι-ψωρικά σκευάσματα, και τα ακάρεα δεν επιβιώνουν εκτός του ανθρώπινου σώματος για πάνω από τρεις ημέρες.
Πιο αναλυτικά
Στην πλήρη εφαρμογή του πρωτοκόλλου του ΕΟΔΥ προχωρούν οι αρμόδιες αρχές μετά τα δύο κρούσματα ψώρας που εντοπίστηκαν σε Γυμνάσιο στην Τούμπα Θεσσαλονίκης.
Η Διεύθυνση του σχολείου ενημέρωσε τους γονείς των μαθητών και τις αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες και έλαβε οδηγίες για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου, που σε τέτοιες περιπτώσεις δεν προβλέπει κλείσιμο του σχολείου αλλά καθαρισμό λείων επιφανειών στο σχολείο και αποφυγή στενών σωματικών και δέρμα-με-δέρμα επαφών μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Τέτοια κρούσματα εμφανίζονται κάθε χρόνο. Ενημερώθηκαν οι γονείς και εφαρμόζεται το πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης Κεντρικής Μακεδονίας, Αλέξανδρος Κόπτσης.
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η μετάδοση της ψώρας γίνεται με την άμεση επαφή, δέρμα με δέρμα, με ένα άτομο που έχει ήδη μολυνθεί με ψώρα ή με μολυσμένα αντικείμενα. Στην περίπτωση της απλής ψώρας, η άμεση επαφή πρέπει συνήθως να είναι στενή και παρατεταμένη.
Για παράδειγμα, μία απλή σύντομη χειραψία ή ένα απλό σύντομο αγκάλιασμα με άτομο που έχει απλή ψώρα συνήθως δεν επαρκούν για τη μετάδοση της απλής ψώρας, ενώ υψηλό κίνδυνο μετάδοσης θεωρείται ότι έχει π.χ. η παρατεταμένη δέρμα με δέρμα επαφή (π.χ. πιάσιμο χέρι με χέρι) για 5-10 λεπτά συνεχόμενα. Μετάδοση μπορεί να συμβεί και με την κοινή χρήση ρούχων, πετσετών και κρεβατιών (στρωμάτων και κλινοσκεπασμάτων), εάν αυτά έχουν μολυνθεί από άτομο που πάσχει και χρησιμοποιηθούν από άλλο άτομο (έμμεση μετάδοση).
Τα πιο συχνά σημεία και συμπτώματα της ψώρας είναι ο επίμονος κνησμός (φαγούρα), ιδιαίτερα κατά τις νυκτερινές ώρες, και οι δερματικές εξανθηματικές βλάβες (συνήθως ερυθηματώδεις βλατίδες, σαν «σπιθουράκια»), που μπορεί να αφορούν σε μεγάλο μέρος του σώματος ή να περιορίζονται σε συνήθη σημεία προσβολής, όπως π.χ. ανάμεσα στα δάκτυλα, καρπούς, αγκώνες, μασχάλες, θηλές, γεννητική περιοχή, οσφυική περιοχή (μέση), ανάμεσα στις ωμοπλάτες, κοιλιακή χώρα-περιοχή «ζώνης», γλουτούς, γόνατα.
Τα συμπτώματα της ψώρας εμφανίζονται συνήθως 2-6 εβδομάδες μετά τη μόλυνση (εάν το άτομο δεν έχει προσβληθεί ξανά), και έως και 8 εβδομάδες μετά (το μέγιστο), ενώ ένα προσβεβλημένο άτομο μπορεί να μεταδίδει την ψώρα στο διάστημα αυτό, ακόμη και χωρίς να έχει συμπτώματα. Η περίοδος μετάδοσης διαρκεί από τη στιγμή της μόλυνσης μέχρι την καταστροφή των ενήλικων παρασίτων και αυγών, συνήθως 24 ώρες μετά την εφαρμογή της πρώτης θεραπείας. Η θεραπεία γίνεται συνήθως με τοπική επάλειψη αντι-ψωρικών παρασιτοκτόνων σκευασμάτων.
Το άκαρι της ψώρας δεν επιβιώνει συνήθως εκτός του ανθρώπινου σώματος πάνω από τρεις ημέρες. Τα ακάρεα της ψώρας πεθαίνουν αν εκτεθούν σε θερμοκρασία >50ο C για 10 λεπτά της ώρας.