Το άρθρο αναφέρεται στην AC Schnitzer ACS3 CLS, μια βελτιωμένη έκδοση της BMW M3 E36 από την εταιρεία βελτιώσεων AC Schnitzer.
Η ACS3 CLS δημιουργήθηκε το 1992, εμπνευσμένη από αγωνιστικά πρότυπα, με σημαντικές αλλαγές στο αμάξωμα, τον κινητήρα και την ανάρτηση.
Χρησιμοποιήθηκαν ελαφριά υλικά όπως το Carbon-Kevlar, ενώ αφαιρέθηκαν στοιχεία όπως η ηχομόνωση και τα πίσω καθίσματα, μειώνοντας το βάρος κατά 160 κιλά.
Ο κινητήρας αναβαθμίστηκε στους 320 ίππους, προσφέροντας εντυπωσιακές επιδόσεις, με επιτάχυνση 0-100 χλμ./ώρα σε 5,5 δευτερόλεπτα και τελική ταχύτητα 276 χλμ./ώρα.
Η παραγωγή περιορίστηκε σε 75 μονάδες, καθιστώντας το μοντέλο σπάνιο και ακριβό στις αγγελίες μεταχειρισμένων.
Πιο αναλυτικά
Η M3 CSL θεωρείται η καλύτερη M όλων των εποχών, με αρκετούς να ανεβάζουν το δείκτη στην καλύτερη BMW της Ιστορίας. Η βαρύτητα των τριών αυτών γραμμάτων είναι τέτοια, ώστε μόλις τρεις Βαυαρές τα έχουν φορέσει επίσημα μέχρι σήμερα: η E9 (3.0 CSL του 1972, άλλως γνωστή ως «Batmobile»), η προαναφερθείσα E46 και η τρέχουσα M4, ενώ σε μορφή επετειακού πρωτοτύπου το έκανε και η M5 E60. Η κορυφαία E36 δεν είχε τη χαρά να υποβληθεί σε εργοστασιακή δίαιτα, όμως η AC Schnitzer φρόντισε να την αποκαταστήσει.
Ο βελτιωτής από το Άαχεν, ως μετρ των BMW και βέρος ψυχοπονιάρης, δεν άφησε παραπονεμένη την πιο παρεξηγημένη M3 όλων. Άντλησε έμπνευση από την αγωνιστική των πρωταθλημάτων Τουρισμού, άλλαξε μεγάλο μέρος του αμαξώματος, αφαίρεσε τα περισσότερα στοιχεία του εσωτερικού, βελτίωσε κινητήρα-ανάρτηση-φρένα και παρουσίασε την ACS3 Sport CLS (Coupé Leichtbau Silhouette), το 1992. Καπό και φτερά αντικαταστάθηκαν με άλλα, κατασκευασμένα από «Carbon-Kevlar» (ψαρωτική ονομασία για αρχές 90’s, «συνθετικά υλικά» τα μάθαμε αργότερα). Ιδίως τα φτερά προσέδιδαν εντυπωσιακό παράστημα στη σκληροπυρηνική M3, με το φουσκωμένο πάτημα. Το αεροδυναμικό πακέτο, αποτελούμενο από ειδικά εξελιγμένο splitter εμπρός, αεροτομή πίσω και διαφορετικούς καθρέπτες, συνδυαζόταν με τις χαρακτηριστικές 18άρες ζάντες Typ I και ελαστικά 235/40 εμπρός – 285/30 πίσω. Η ανάρτηση ήταν ρυθμιζόμενη, παρέχοντας δυνατότητα χαμηλώματος έως 25 χλστ., ενώ και τα φρένα αποτελούνταν από αναβαθμισμένο σετ με αεριζόμενες και τρυπητές δισκόπλακες.
Εκτός βελτιωτικής νυμφώνος δε γινόταν να μείνει η καρδιά του αυτοκινήτου. Ο 3λιτρος εν σειρά εξακύλινδρος S50 απέκτησε αγριότερους εκκεντροφόρους, αναβαθμισμένη εξάτμιση και νέο εγκέφαλο της Motronic, φτάνοντας τους 320 ίππους στις 7.000 σ.α.λ. και τα 340 Nm στις 3.600 σ.α.λ. (286 άλογα και 320 Nm η εργοστασιακή M3, στις ίδιες στροφές). Από μόνη της η αύξηση της ισχύος έφτανε για τη βελτίωση των επιδόσεων, ωστόσο οι Γερμανοί ήθελαν να δημιουργήσουν τη CSL εκδοχή της E36. Προκειμένου να το καταφέρουν, λοιπόν, ξήλωσαν το μεγαλύτερο μέρος της ηχομόνωσης, το σύστημα κλιματισμού και τα πίσω καθίσματα. Στη θέση τους τοποθέτησαν ένα αγωνιστικό μπάκετ, στο κέντρο, δημιουργώντας μια διάταξη «2+1» και τη μοναδική 3θέσια BMW της Ιστορίας!
Η συνολική μείωση του βάρους έφτασε τα 160 κιλά, σταματώντας τη ζυγαριά στην ένδειξη «1.300». Ως αποτέλεσμα, η ACS3 CLS εμφάνιζε τα 100 χλμ./ώρα από στάση στο ψηφιακό καντράν (παρμένο κατευθείαν από τις αγωνιστικές E36) σε 5,5 δλ. και δεν σταματούσε να ανεβάζει ψηφία, πριν φτάσει στα 276 χλμ./ώρα. Για στροφές και χρόνους πίστας δεν ετίθετο καν θέμα σύγκρισης με την κανονική M3, με τους χρόνους της εποχής στο Nurburgring να φέρνουν την 36άρα της Schnitzer πάνω από 10 δλ. πιο πάνω στην κατάταξη. Η παραγωγή περιορίστηκε στις 75 μονάδες και σήμερα, αν βρεθεί κάποια σε αγγελίες, οι τιμές ξεπερνούν κατά πολύ τις 100.000 ευρώ.
Το άρθρο Η αβάσταχτη ελαφρότητα της AC Schnitzer ACS3 CLS (+video) εμφανίστηκε πρώτα στο AutoGreekNews.
Συνοπτικά
- Η AC Schnitzer ACS3 CLS είναι μια βελτιωμένη έκδοση της BMW M3 E36, με έμπνευση από αγωνιστικά πρότυπα, που δημιουργήθηκε το 1992.
- Χρησιμοποιώντας ελαφριά υλικά και αφαιρώντας εσωτερικά στοιχεία, το βάρος του οχήματος μειώθηκε κατά 160 κιλά.
- Ο κινητήρας αναβαθμίστηκε στους 320 ίππους, με επιτάχυνση 0-100 χλμ./ώρα σε 5,5 δευτερόλεπτα και τελική ταχύτητα 276 χλμ./ώρα.
- Η παραγωγή της ACS3 CLS περιορίστηκε σε 75 μονάδες, καθιστώντας το μοντέλο σπάνιο και ακριβό στις αγγελίες μεταχειρισμένων.