Η Γκουλνάρα Καρίμοβα, κόρη του πρώην προέδρου του Ουζμπεκιστάν Ισλάμ Καρίμοφ, από λαμπερή κοσμική προσωπικότητα και ισχυρή διπλωμάτης, κατέληξε σε κατ' οίκον περιορισμό και τελικά «εξαφανίστηκε» από τη δημόσια σφαίρα.
Η άνοδός της συνοδεύτηκε από κατηγορίες για διαφθορά και διεθνείς έρευνες, ενώ η πτώση της συνδέεται με εσωτερικές συγκρούσεις εξουσίας.
Παρά τις επίσημες ανακοινώσεις για την κράτησή της, η πραγματική της κατάσταση παραμένει ασαφής, με τις αρχές να διατηρούν αυστηρό έλεγχο στην πληροφόρηση.
Η υπόθεση Καρίμοβα αναδεικνύει προβλήματα διαφάνειας και δικαιοσύνης στο αυταρχικό πολιτικό σύστημα του Ουζμπεκιστάν, συμβολίζοντας τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας στην Κεντρική Ασία.
Πιο αναλυτικά
Η ιστορία της Γκουλνάρα Καρίμοβα — της άλλοτε πανίσχυρης κόρης του προέδρου του Ουζμπεκιστάν Ισλάμ Καρίμοφ — αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά πολιτικά δράματα της μετασοβιετικής Κεντρικής Ασίας.
Από διεθνή κοσμική προσωπικότητα και επιχειρηματία έως διπλωμάτη με μεγάλη επιρροή, η Καρίμοβα κατέληξε απομονωμένη, καταδικασμένη και τελικά «εξαφανισμένη» από τη δημόσια σφαίρα.
Παρότι το όνομά της είναι ευρέως γνωστό, η τύχη της παραμένει ασαφής. Το χάσμα ανάμεσα στην εικόνα της ως λαμπερή διασημότητα και στη σημερινή απουσία της δημιουργεί ένα αφήγημα που συνδυάζει πολιτική ίντριγκα, προσωπικές φιλοδοξίες και αυταρχικούς μηχανισμούς εξουσίας.
Από κοσμική σταρ σε πολιτική δύναμη
Η Γκουλνάρα, κόρη του τότε προέδρου Ισλάμ Καρίμοφ, υπήρξε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες στην περιοχή. Η ενασχόλησή της με τη μόδα, τη μουσική και τη φιλανθρωπία συνδυάστηκε με πολιτικές θέσεις υψηλού κύρους, όπως η πρεσβευτική της θητεία στη Γενεύη και οι στενές επιχειρηματικές σχέσεις με διεθνείς εταιρείες τηλεπικοινωνιών.
Ωστόσο, η ταχεία άνοδος συνοδεύτηκε από καταγγελίες για εκτεταμένη διαφθορά, δωροδοκίες και πιέσεις προς ξένες εταιρείες. Οι διεθνείς έρευνες που ξεκίνησαν από εισαγγελικές αρχές στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ έθεσαν υπό αμφισβήτηση την αυτονομία και την επιρροή της.
Η πτώση: Σύγκρουση εξουσίας μέσα στο καθεστώς
Το 2013–2014 η Καρίμοβα απομακρύνθηκε ξαφνικά από το δημόσιο προσκήνιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, φέρεται να συγκρούστηκε με ισχυρές φατρίες μέσα στο καθεστώς, οι οποίες δεν επιθυμούσαν να διαδεχθεί τον πατέρα της.
Σταδιακά τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της «σίγησαν» και το δίκτυο των συνεργατών της διαλύθηκε. Το κράτος ξεκίνησε επίσημες έρευνες για οικονομικά εγκλήματα και κατάσχεσε μεγάλο μέρος των περιουσιακών της στοιχείων.
Το 2017 επιβεβαιώθηκε επίσημα ότι η Γκουλνάρα βρισκόταν υπό κράτηση.
Η «εξαφάνιση»
Παρότι στη συνέχεια ανακοινώθηκαν κατά καιρούς δικαστικές αποφάσεις εις βάρος της, η πραγματική κατάστασή της παρέμεινε θολή. Δεν υπάρχουν πρόσφατες ανεξάρτητες επιβεβαιώσεις για την υγεία της, την τοποθεσία της ή τις συνθήκες κράτησης. Διεθνείς οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επανειλημμένα ζητήσει πρόσβαση, χωρίς επιτυχία.
Οι τουρκμενικές και ουζμπεκικές κρατικές αρχές διατηρούν αυστηρό έλεγχο στην πληροφόρηση, γεγονός που συμβάλλει στο αίσθημα εξαφάνισης. Ενώ επισήμως αναφέρεται ότι βρίσκεται σε φυλακή της Τασκένδης, κανένα ανεξάρτητο μέσο ή παρατηρητής δεν έχει μπορέσει να τη δει.
Η υπόθεση Καρίμοβα δεν αφορά μόνο μια πολιτική πτώση· συνδέεται με διεθνείς έρευνες για σκάνδαλα διαφθοράς στον χώρο των τηλεπικοινωνιών, με εμπλοκή πολυεθνικών εταιρειών. Τα δισεκατομμύρια δολάρια που κατασχέθηκαν από λογαριασμούς της δημιούργησαν διπλωματικές διενέξεις ανάμεσα στις κυβερνήσεις που ζητούσαν δικαιοδοσία στα δεσμευμένα κεφάλαια.
Παράλληλα, η εξαφάνισή της έχει αναδείξει προβλήματα διαφάνειας και δικαιοσύνης στο αυταρχικό πολιτικό σύστημα του Ουζμπεκιστάν, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του πατέρα της και την άνοδο του νέου προέδρου Σαβκάτ Μιρζιγιογέφ.
Η Γκουλνάρα Καρίμοβα, η κάποτε πανίσχυρη «πριγκίπισσα» της χώρας της, είναι σήμερα μια φιγούρα παγιδευμένη ανάμεσα στην πολιτική λήθη και την επιλεκτική κρατική ενημέρωση. Η υπόθεση της εξαφάνισής της παραμένει άλυτη και συμβολίζει τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας στην Κεντρική Ασία.
Το μέλλον της, εάν ποτέ γίνει ξανά γνωστό, πιθανότατα θα αποκαλύψει πολλά για το πώς λειτουργούν ακόμη τα συστήματα εξουσίας σε χώρες όπου η πολιτική παραμένει περισσότερο μηχανισμός επιβολής παρά δημόσια υπόθεση.






