Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, μελετά την επίδραση της τεχνητής νοημοσύνης στη Δικαιοσύνη, αναδεικνύοντας τα όρια και τους κινδύνους της αυτοματοποιημένης ερμηνείας του Δικαίου. Στο βιβλίο του «Αριστοτέλης, δικαιοσύνη, τεχνητή νοημοσύνη», χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη για να υποστηρίξει ότι η σκέψη του παραμένει επίκαιρη και χρήσιμη στην κατανόηση και οριοθέτηση της χρήσης της τεχνολογίας στη νομική επιστήμη. Ο Παυλόπουλος προειδοποιεί για τις καταστροφικές επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης αλγορίθμων στη νομοθετική διαδικασία και την απονομή της Δικαιοσύνης, τονίζοντας την ανάγκη για προσεκτική θεσμική προσέγγιση ώστε να προστατευθούν οι θεσμοί της Δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.
Πιο αναλυτικά
Σε μια περίοδο κατά την οποία η τεχνητή νοημοσύνη εισβάλλει σε ολοένα και περισσότερες πτυχές της δημόσιας ζωής, από την οικονομική δραστηριότητα μέχρι την οργάνωση των θεσμών, μια νέα μελέτη του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, έρχεται να θέσει το ζήτημα στη σωστή του διάσταση.
Μπορεί η Δικαιοσύνη να λειτουργήσει με αλγορίθμους; Είναι ασφαλές για τις δημοκρατίες μας να αναθέτουν σε αυτοματοποιημένα συστήματα την ερμηνεία του Δικαίου και την κρίση επί των ανθρώπινων υποθέσεων; Η έκδοση με τίτλο «Αριστοτέλης, δικαιοσύνη, τεχνητή νοημοσύνη», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ευρασία, αποτελεί μία από τις πιο ουσιαστικές ελληνικές παρεμβάσεις στην παγκόσμια συζήτηση για την τεχνολογική επιρροή στη Δικαιοσύνη και τα όριά της.
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιχειρεί μια κριτική, φιλοσοφικά θεμελιωμένη και θεσμικά στοχευμένη ανάλυση, αξιοποιώντας τη σκέψη του Αριστοτέλους ως εργαλείο κατανόησης των σύγχρονων προκλήσεων. Ο Προκόπης Παυλόπουλος ξεκινά από μια παραδοχή που η σύγχρονη επιστημονική κοινότητα σπάνια αρνείται: η σκέψη του Αριστοτέλους εξακολουθεί να αποτελεί θεμέλιο αναφοράς για τις ανθρωπιστικές και θεωρητικές επιστήμες.
Δεν διστάζει, δε, να μιλήσει για τερατογενέσεις που μπορεί να προκύψουν, λέγοντας ότι η αυθαίρετη ή και καταχρηστική αξιοποίηση των μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων μεθόδων νομοθετικής παραγωγής και συντέλεσης των νομικών διεργασιών του δικανικού συλλογισμού δείχνει ήδη τις καταστροφικές επιπτώσεις της. Στη μελέτη του αυτή, ο Προκόπης Παυλόπουλος υποστηρίζει τη θέση, σύμφωνα με την οποία είναι -και μάλιστα διαχρονικώς- ευρέως αποδεκτό ότι ορισμένες από τις ρίζες της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας ανάγονται και στο έργο του Αριστοτέλους, γεγονός που επιστηρίζει πολλαπλώς την άποψη περί της αδιάλειπτης επικαιρότητας της σκέψης του, έστω και εν μέρει. Και τούτο διότι από τη μία πλευρά πτυχές της σκέψης αυτής -διόλου ευκαταφρόνητες σε ποσότητα και ποιότητα- εξακολουθούν να ισχύουν, κατέχοντας μάλιστα περίοπτο βάθρο κλασικισμού στο «πάνθεον των επιστημών».
Και, από την άλλη πλευρά, όπου το έργο του Αριστοτέλους έχει πια ξεπεραστεί -κάτι εντελώς φυσιολογικό μέσα στην πορεία αιώνων, υπό τον καταλυτικό έλεγχο της επιστημονικής θεωρίας κυρίως στις θετικές επιστήμες με βάση το πείραμα και την παρατήρηση- εξακολουθεί να έχει τη θέση του στο πεδίο της ιστορίας των επιστημών, όπως δέχονται πολλοί και εξέχοντες εκπρόσωποι του οικείου επιστημονικού χώρου. Αυτή την εμβληματική επικαιρότητα της σκέψης του Αριστοτέλους επιβεβαιώνει και η διαπίστωση ότι τα «Ηθικά Νικομάχεια» διδάσκονται ευρέως στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών σπουδών διεθνώς και προεχόντως σε πολλές από τις φιλοσοφικές σχολές πανεπιστημίων των ΗΠΑ.

Ι. Με βάση τις ως άνω διαπιστώσεις δεν είναι, κάθε άλλο, παράδοξο να υποστηριχθεί ότι και η νομική επιστήμη, ως μέρος των θεωρητικών επιστημών, οφείλει πολλά στη θεωρητική αναζήτηση του Αριστοτέλους. Ιδίως τα «Ηθικά Νικομάχεια», η «Ρητορική» και η «Αθηναίων Πολιτεία» εμπεριέχουν αναλύσεις, εξαιρετικά χρήσιμες έως σήμερα, οι οποίες, μέσα από τη θεωρητική -και με καθαρώς επιστημονική μεθοδολογία- προσέγγιση κυρίως του Δικαίου και της Δικαιοσύνης καταδεικνύουν με ενάργεια την ουσιαστική και πολυπρισματική οφειλή της σύγχρονης νομικής επιστήμης στο έργο του Αριστοτέλους.
Α. Ειδικότερα, δε, η μελέτη του έργου του Αριστοτέλους αναφορικά με το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη εξακολουθεί να συμβάλλει -και δη σε σημαντικό βαθμό- στην κατανόηση π.χ. από τη μία πλευρά του Κανόνα Δικαίου ως αντηρίδας της δικαϊκής οργάνωσης εν γένει. Και, από την άλλη πλευρά, της επιείκειας ως θεμελιώδους ρήτρας του εν γένει συστήματος της Δικαιοσύνης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου στην κανονιστική του ολότητα. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι επ’ αυτών η διεθνής βιβλιογραφία μαρτυρεί αψευδώς. Αν, δε, αναχθούμε στα εντελώς πρόσφατα δεδομένα της εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης, ευκόλως μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι οι θέσεις του Αριστοτέλους για την πεμπτουσία του Δικαίου και της Δικαιοσύνης -επομένως και αντιστοίχως και του Κανόνα Δικαίου καθώς και της επιείκειας- είναι εξαιρετικά χρήσιμες και σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των ορίων της χρήσης αυτής της εμβληματικής μορφής της σύγχρονης τεχνολογίας στο κατά τα ως άνω πεδίο της νομικής επιστήμης.
Β. Και τούτο εμφανίζει τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο σε διεθνή κλίμακα -και προεχόντως στις ΗΠΑ- παρατηρείται μια, άκρως επικίνδυνη για τη λειτουργία του κράτους Δικαίου και της αρχής της νομιμότητας εντός του θεσμικού πλαισίου της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, τάση αλόγιστης χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης και κατά τη θέσπιση του Κανόνα Δικαίου αλλά και κατά την εφαρμογή του στην πράξη ενόψει της in concreto απονομής της Δικαιοσύνης. Τα προεκτεθέντα σηματοδοτούν το περιεχόμενο των δύο ενοτήτων, οι οποίες συνθέτουν την εν προκειμένω μελέτη. Σε ένα πρώτο μέρος παρατίθενται, φυσικά περιληπτικώς, οι θέσεις του Αριστοτέλους περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, με έμφαση στον Κανόνα Δικαίου ως προς το πρώτο και στη ρήτρα της επιείκειας ως προς τη δεύτερη. Και σε ένα δεύτερο μέρος παρατίθεται μια συνοπτική τεκμηρίωση του ότι οι προμνημονευόμενες θέσεις του Αριστοτέλους μπορούν να χρησιμεύσουν και στην προσπάθεια τιθάσευσης της αλόγιστης χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης κατά τη διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, με γνώμονα την κατά τον θεσμικό και κανονιστικό προορισμό τους υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Εν τέλει, δε, με γνώμονα την υπεράσπιση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, άρα και της ελευθερίας καθώς και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
ΙΙ. Η ανάλυση του συγγραφέα αναδεικνύει, εν τέλει, και σε τι αλλά και γιατί η σκέψη του Αριστοτέλους ως προς το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη -περαιτέρω δε ως προς την επιείκεια- συμβάλλουν και προς την κατεύθυνση της ανίχνευσης και εξεύρεσης των πραγματικών ορίων της τεχνητής νοημοσύνης σε ό,τι αφορά την παραγωγή του Δικαίου και την απονομή της Δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, δε, η αυθαίρετη ή και καταχρηστική αξιοποίηση των μέσω αλγοριθμικών προβλέψεων μεθόδων νομοθετικής παραγωγής και συντέλεσης των νομικών διεργασιών του δικανικού συλλογισμού δείχνει ήδη τις καταστροφικές επιπτώσεις της, ιδίως υπό τη μορφή τερατογενέσεων στο πεδίο απονομής της Δικαιοσύνης, σε εξαιρετικά κρίσιμους τομείς για την προστασία της αξίας του ανθρώπου και για την υπεράσπιση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.






