Σε μια μεγάλη αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2025, συνελήφθησαν 45 άτομα μέλη εγκληματικής οργάνωσης που εξαπατούσε πολίτες μέσω τηλεφωνικών απάτων και κλοπών σε όλη την Ελλάδα, με λεία που ξεπερνά τα 7,6 εκατομμύρια ευρώ.
Η οργάνωση, που λειτουργούσε από το 2023, είχε ως βάση της το Ζευγολατιό Κορινθίας και χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους για να αποσπά χρήματα από ανυποψίαστους πολίτες, συχνά προσποιούμενη υπαλλήλους δημόσιων φορέων ή πωλητές.
Οι αρχές έχουν εξιχνιάσει 1.089 περιπτώσεις απατών, ενώ εκτιμάται ότι ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος.
Οι συλληφθέντες κατηγορούνται για σειρά αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων της απάτης, της πλαστογραφίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Πιο αναλυτικά
Πάνω από 400 αστυνομικοί συμμετείχαν στην τεράστια αστυνομική επιχείρηση, την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025, για το «ξεδόντιασμα» εγκληματικής οργάνωσης που ειδικευόταν σε απάτες μέσω τηλεφώνου ή σε κλοπές, σε όλη την Ελλάδα. Συνολικά συνελήφθησαν 45 άτομα ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλα 96. Η λεία του ανέρχεται στα 7.600.000 ευρώ.
Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 1.089 απάτες αλλά οι αρχές εκτιμούν πως ο αριθμός αυτός είναι στην πραγματικότητα πολλαπλάσιος. Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης φέρεται από τον Φεβρουάριο του 2023 έκαναν απάτες κατά ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφώνου και άδειαζαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων τους προσπαθώντας να επέμβουν στις άυλες πληρωμές τους.

Ο τρόπος που «χτυπούσαν»
Η εγκληματική οργάνωση είχε ως βάση της αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο στο Ζευγολατιό Κορινθίας, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιούνταν και ως καταφύγιο αν κάποιο από τα μέλη ήθελε να κρυφτεί. Εκεί μάλιστα έκρυβαν τα χρήματα ή τα τιμαλφή που έκλεβαν.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών της εγκληματικής οργάνωσης, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα ελληνικά κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής.
Τα υπόλοιπα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και γενικότερα στην Κόρινθο (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Ταυτόχρονα, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλής (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι) προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με τον «Αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο».
Τα μέλη εκμεταλλεύονταν τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία και τους ανέθεταν να ταξιδεύουν σε όλη την επικράτεια παριστάνοντας τους εισπράκτορες ώστε να μην εντοπιστούν τα αρχηγικά μέλη.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Μάλιστα, τα μέλη έκαναν καθημερινά κλήσεις από 40 τηλεφωνητές στα υποψήφια θύματά τους, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα, τα οποία απενεργοποιούσαν και αγόραζαν νέα προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Όσον αφορά την μέθοδο, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, «διαβάζοντας» πρώτα την κίνηση της αγοράς, τις επιδοτήσεις, τα επιδόματα και άλλες κυβερνητικές εξαγγελίες.
Πολλές φορές έπαιρναν τηλέφωνο χρησιμοποιώντας ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας ώστε να εξαπατούν τους πολίτες.
Τα μέλη παρουσιάζονταν:
- ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικές συναλλαγές, καθοδηγούσαν λανθασμένα τα θύματα αποστέλλοντας τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης,
- ως λογιστές – φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτώντας πολλές φορές και πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων, μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων,
- ως λογιστές και βοηθοί λογιστών όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή,
- σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες,
- ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους, λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια είτε προφασίζονταν διάφορα προσκόμματα είτε διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
Για να καλύψουν τα ίχνη τους, χρησιμοποιούσαν πολλά μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κλπ.

Οι ρόλοι της οργάνωσης
Στο ανώτερο επίπεδο της εγκληματικής οργάνωσης βρίσκονταν ο διευθύνων και οι βοηθοί του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ανήκαν σε στενό οικογενειακό κύκλο και όριζαν την ταυτότητα – μεθοδολογία και δράση της οργάνωσης, ενώ κύρια αρμοδιότητά τους ήταν ο συντονισμός και η οικονομική διαχείριση των εσόδων, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και δίνοντας παράλληλα οδηγίες στα κατώτερα μέλη.
Στα ενδιάμεσα επίπεδα υπήρχαν οι επικεφαλής των ομάδων – επιχειρησιακών κέντρων, οι βοηθοί τους, τηλεφωνητές, στρατολογητές τραπεζικών στοιχείων, εισπράκτορες και τα υποστηρικτικά μέλη.
Στη βάση της ιεραρχίας βρίσκονταν τα «money mules», οι οποίοι διέθεταν τις τραπεζικές τους κάρτες, τα στοιχεία της ηλεκτρονικής τραπεζικής (όνομα χρήστη – username και κωδικό πρόσβασης – password), καθώς και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs).
Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης (εξαγοράζοντάς τα έναντι χρηματικού ποσού από 300 έως 800 ευρώ) για τη διευκόλυνση της δράσης τους, τόσο για την άμεση μεταφορά των «εσόδων» τους, όσο και για την προστασία των στοιχείων ταυτότητάς τους.
Σε 73 έρευνες που έγιναν 8 καταυλισμούς σε Ζευγολατιό Κορινθίας, Εξαμίλια Κορινθίας, Αγία Βαρβάρα, Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Αχαρνές, Ασπρόπυργος, Ελευσίνα, αλλά και σε λοιπές περιοχές σε Ραφήνα, Παλαιό Φάληρο, Ίλιον, συνολικά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- 38.564 ευρώ, 1.100 λίρες Αγγλίας, 13 δολάρια Αμερικής
- 279,9 γραμμάρια κάνναβης και 2,57 γραμμάρια κοκαΐνη
- 20 δενδρύλλια κάνναβης
- 23 ηλεκτρονικοί υπολογιστές
- 116 κινητά τηλέφωνα
- κάμερα και 3 καταγραφικά εικόνας
- 2 πιστόλια, αεροβόλο πιστόλι με σιγαστήρα, 5 φυσίγγια,
- 7 μαχαίρια, 3 ρόπαλα, 2 σιδερογροθιές,
- συσκευή ηλεκτρική εκκένωσης,
- πλήρες εξοπλισμένο εργαστήριο υδροπονικής καλλιέργειας κάνναβης,
- 10 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και 4 μοτ/τες,
- πλήθος σφραγίδων, εγγράφων και κοσμημάτων, καθώς και
- είδη ρουχισμού.
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα εξιχνιάστηκαν 1.089 περιπτώσεις απατών με το παράνομο οικονομικό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη της οργάνωσης να ανέρχεται σε τουλάχιστον 7.600.000 ευρώ.
Από τις απάτες, πολλά θύματα, κυρίως ηλικιωμένοι, έπαθαν ψυχολογικές και σωματικές βλάβες (ισχαιμικά επεισόδια, κρίσεις πανικού, επιδείνωση υπαρχουσών παθήσεων κ.λπ.) εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης που δέχθηκαν.
Πολλοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητά τους (μόνιμη παρουσία συγγενών, πρόσληψη βοηθών στο σπίτι).
Αρκετά περιστατικά δεν καταγγέλθηκαν ποτέ, είτε λόγω ντροπής είτε λόγω φόβου κοινωνικού στιγματισμού, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι ο πραγματικός αριθμός απατών που διαπράχθηκαν είναι πολλαπλάσιος.
Σε βάρος των κατηγορούμενων σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, απάτες, απάτες με υπολογιστή και διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένες και σε απόπειρα, από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα όπλα, την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, απάτη κατά του Δημοσίου, ληστεία, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων.
Οι συλληφθέντες οδηγούνται στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή.






