Η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε νομοσχέδιο που τερματίζει το μακροβιότερο shutdown στην ιστορία της χώρας, αποκαθιστώντας τη λειτουργία των ομοσπονδιακών υπηρεσιών και την καταβολή καθυστερημένων μισθών. Η συμφωνία, αποτέλεσμα διακομματικών διαπραγματεύσεων, δεν περιλαμβάνει την παράταση των επιδοτήσεων υγείας, προκαλώντας αντιδράσεις από τους Δημοκρατικούς που θεωρούν ότι δεν ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις για προσιτή υγειονομική περίθαλψη. Το νομοσχέδιο αναμένεται να ψηφιστεί σύντομα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και να υπογραφεί από τον πρόεδρο Τραμπ, ενώ η συμφωνία προβλέπει νέα ψηφοφορία για τις επιδοτήσεις υγείας τον Δεκέμβριο.
Πιο αναλυτικά
Η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε το βράδυ της Δευτέρας ένα νομοσχέδιο που ανοίγει εκ νέου την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σηματοδοτώντας το τέλος του μακροβιότερου shutdown στην ιστορία της χώρας. Η συμφωνία αυτή, αποτέλεσμα διακομματικών διαπραγματεύσεων, θεωρείται κρίσιμο βήμα για την αποκατάσταση της λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών και την καταβολή των καθυστερημένων μισθών σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους.
Η ψηφοφορία στη Γερουσία ολοκληρώθηκε με 60 ψήφους υπέρ και 40 κατά, με τη στήριξη σχεδόν όλων των Ρεπουμπλικανών και οκτώ Δημοκρατικών, οι οποίοι απέτυχαν να συνδέσουν τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης με την παράταση των επιδοτήσεων υγείας που λήγουν στο τέλος του έτους.
Αν και η συμφωνία προβλέπει νέα ψηφοφορία τον Δεκέμβριο για τις επιδοτήσεις αυτές, που ωφελούν περίπου 24 εκατομμύρια Αμερικανούς, δεν διασφαλίζεται η συνέχισή τους.
Το νομοσχέδιο, που είχε ήδη συμφωνηθεί το Σαββατοκύριακο στο πλαίσιο ενός διακομματικού συμβιβασμού, μεταφέρεται τώρα στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία εντός της εβδομάδας.
Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής, Μάικ Τζόνσον, έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να εγκριθεί «το συντομότερο δυνατόν», πιθανότατα μέχρι την Τετάρτη, ώστε να σταλεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για υπογραφή. Ο Τραμπ χαρακτήρισε τη συμφωνία για την επαναλειτουργία της κυβέρνησης «πολύ καλή».
Ιστορικό shutdown
Η διακοπή λειτουργίας της κυβέρνησης είχε φτάσει στις 41 ημέρες, αφήνοντας την πλειονότητα των ομοσπονδιακών υπαλλήλων απλήρωτους από την έναρξή της.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργάζονταν χωρίς μισθό, ενώ άλλοι βρίσκονταν σε αναγκαστική άδεια. Οι επιπτώσεις είχαν γίνει αισθητές σε πολλούς τομείς: καθυστερήσεις στις αεροπορικές πτήσεις λόγω έλλειψης ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, καθυστερημένες πληρωμές του προγράμματος SNAP (κουπόνια τροφίμων) τον Νοέμβριο που δόθηκαν μόνο κατόπιν δικαστικής εντολής, και κλείσιμο εθνικών πάρκων και μουσείων στην Ουάσιγκτον.
Τι προβλέπει η συμφωνία
Η συμφωνία θα αποκαταστήσει τη χρηματοδότηση των ομοσπονδιακών υπηρεσιών που είχε λήξει την 1η Οκτωβρίου και θα αναστείλει προσωρινά την εκστρατεία του προέδρου Τραμπ για τη μείωση του ομοσπονδιακού εργατικού δυναμικού, αποτρέποντας οποιεσδήποτε απολύσεις έως τις 30 Ιανουαρίου.
Επιπλέον, το νομοσχέδιο θα ανατρέψει περισσότερες από 4.000 απολύσεις που η διοίκηση Τραμπ είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει νωρίτερα μέσα στη διάρκεια του shutdown.
Η συμφωνία προβλέπει επίσης τη χρηματοδότηση του προγράμματος επιδομάτων σίτησης (SNAP) έως τον Σεπτέμβριο, εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της παροχής τροφίμων σε εκατομμύρια δικαιούχους και αποτρέποντας πιθανές διακοπές σε περίπτωση νέας διακοπής λειτουργίας της κυβέρνησης.
Ωστόσο, δεν παρατείνει τις επιδοτήσεις του νόμου Affordable Care Act (ACA) που λήγουν στο τέλος του έτους, γεγονός που αναμένεται να αυξήσει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης για εκατομμύρια Αμερικανούς.
Οι Δημοκρατικοί είχαν απαιτήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του shutdown οι Ρεπουμπλικανοί να διαπραγματευτούν για την παράταση των επιδοτήσεων υγείας, όμως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αρνήθηκε να συζητήσει ζητήματα υγειονομικής πολιτικής όσο η κυβέρνηση παρέμενε κλειστή.
Η συμφωνία επεκτείνει τη χρηματοδότηση του κράτους έως τις 30 Ιανουαρίου, αφήνοντας προσωρινά τις ΗΠΑ σε μια πορεία που συνεχίζει να προσθέτει περίπου 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στο ήδη διογκωμένο χρέος των 38 τρισεκατομμυρίων.
Δημοκρατικοί
Η εξέλιξη αυτή έρχεται μία εβδομάδα μετά τις εκλογικές νίκες των Δημοκρατικών σε πολιτείες όπως το Νιου Τζέρσεϊ και η Βιρτζίνια, καθώς και την εκλογή ενός δημοκρατικού σοσιαλιστή ως επόμενου δημάρχου της Νέας Υόρκης.
«Ο αμερικανικός λαός γνωρίζει ότι βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά αυτού του αγώνα», δήλωσε τη Δευτέρα ο επικεφαλής της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Βουλή, Χακίμ Τζέφρις, αναφερόμενος στα αποτελέσματα των εκλογών.
Ωστόσο, η συμφωνία έχει προκαλέσει οργή σε μερίδα Δημοκρατικών που επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως η ελεγχόμενη από του Ρεπουμπλικανούς Γερουσία ή Βουλή θα συμφωνήσει τελικά να παρατείνει τις επιδοτήσεις ασφάλισης υγείας.
«Ευχόμαστε να μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα», δήλωσε ο Δημοκρατικός γερουσιαστής του Ιλινόις και υπ’ αριθμόν δύο στην ιεραρχία του κόμματός του στη Γερουσία, Ντικ Ντέρμπιν. «Το κλείσιμο της κυβέρνησης φαινόταν να είναι μια ευκαιρία για να οδηγηθούμε σε καλύτερη πολιτική. Δεν λειτούργησε».
Ο ανεξάρτητος γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς από το Βερμόντ, που συνεργάζεται κοινοβουλευτικά με τους Δημοκρατικούς, καταδίκασε την απόφαση της Γερουσίας να αποδεχθεί τον συμβιβασμό, λέγοντας ότι η εγκατάλειψη του αγώνα ήταν «ένα φρικτό λάθος».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Μέρφι από το Κονέκτικατ, ο οποίος σημείωσε ότι οι ψηφοφόροι που στήριξαν μαζικά τους Δημοκρατικούς στις εκλογές της περασμένης εβδομάδας τούς παροτρύνουν να «μείνουν σταθεροί».
Η αντίδραση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων δεν άργησε να έρθει. Οι Δημοκρατικοί της Βουλής άσκησαν σφοδρή κριτική στη Γερουσία, θεωρώντας ότι η συμφωνία δεν ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις του κόμματος για προσιτή υγειονομική περίθαλψη.
Ο Δημοκρατικός βουλευτής του Τέξας και πρόεδρος της Προοδευτικής Κοινοβουλευτικής Ομάδας, Γκρεγκ Καζάρ, δήλωσε πως μια συμφωνία που δεν μειώνει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης συνιστά «προδοσία» απέναντι στα εκατομμύρια Αμερικανών που βασίζονται στους Δημοκρατικούς για να δώσουν τη μάχη.
Δημοσκόπηση του Reuters/Ipsos στα τέλη Οκτωβρίου έδειξε ότι το 50% των Αμερικανών θεωρούσε υπεύθυνους τους Ρεπουμπλικανούς για τη διακοπή λειτουργίας, ενώ το 43% κατηγορούσε τους Δημοκρατικούς.
Οι χρηματαγορές αντέδρασαν θετικά στη συμφωνία, με τις μετοχές να σημειώνουν άνοδο τη Δευτέρα, εν μέσω αισιοδοξίας ότι η κυβέρνηση θα επαναλειτουργήσει σύντομα.
Στο μεταξύ, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μονομερώς ακυρώσει δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχει περιορίσει το ομοσπονδιακό προσωπικό κατά εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις, επεμβαίνοντας στην συνταγματική εξουσία του Κογκρέσου για τη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών.
Οι ενέργειες αυτές έχουν παραβιάσει προηγούμενους νόμους περί δαπανών που είχε εγκρίνει το Κογκρέσο, με αρκετούς Δημοκρατικούς να εκφράζουν αμφιβολίες για το αν θα πρέπει να στηρίξουν στο μέλλον ανάλογες συμφωνίες.
Η τρέχουσα συμφωνία, πάντως, δεν φαίνεται να περιλαμβάνει συγκεκριμένες δικλίδες ασφαλείας που θα εμπόδιζαν τον Τραμπ να επιβάλει νέες περικοπές δαπανών.






