Στην Πλατεία Ράμπιν στο Τελ Αβίβ, χιλιάδες Ισραηλινοί συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν τη μνήμη του δολοφονημένου πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, με το πλήθος να φωνάζει συνθήματα υπέρ της ειρήνης, μια λέξη που σπάνια ακούγεται πλέον στο Ισραήλ.
Η δολοφονία του Ράμπιν το 1995 είχε διακόψει βίαια τη διαδικασία ειρήνης του Όσλο, και έκτοτε η ειρήνη έχει συνδεθεί με την αφέλεια ή την Αριστερά.
Σήμερα, νέες ειρηνευτικές προσπάθειες βρίσκονται σε εξέλιξη, με την κυβέρνηση Τραμπ να επιδιώκει σταθερότητα στη Γάζα και επέκταση των Συμφωνιών του Αβραάμ.
Ωστόσο, το Ισραήλ βρίσκεται σε σταυροδρόμι, με πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις να εντείνονται, ενώ οι επερχόμενες εκλογές θεωρούνται κρίσιμες για το μέλλον της χώρας.
Οι ομιλίες στην εκδήλωση υπογράμμισαν την ανάγκη για ειρήνη και καταδίκασαν τη βία, τονίζοντας ότι ο Ιουδαϊσμός δεν πρέπει να διαστρεβλώνεται από εξτρεμιστικές φωνές.
Πιο αναλυτικά
Το πλήθος που γέμισε το Σάββατο το βράδυ την Πλατεία Ράμπιν, στο Τελ Αβίβ, για να τιμήσει τη μνήμη του Γιτζάκ Ράμπιν, του πρωθυπουργού του Ισραήλ, που δολοφονήθηκε εκεί από έναν ακροδεξιό εξτρεμιστή πριν από 30 χρόνια, δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό, σχολιάζουν οι New York Times.
Ίσως να ήταν περίπου 50.000 άνθρωποι, πολλοί από αυτούς μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας. Εκείνο που ξεχώρισε δεν ήταν τόσο η προσέλευση, όσο η συχνή αναφορά μιας λέξης που σπάνια ακούγεται τα τελευταία χρόνια σε μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις στο Ισραήλ. «Ναι στην ειρήνη, όχι στη βία!» φώναζε το πλήθος.
«Η επιδίωξη της ειρήνης είναι μια εβραϊκή πράξη», δήλωσε ο Γιαΐρ Λαπίντ, ηγέτης της αντιπολίτευσης και επικεφαλής του κεντρώου κόμματος Γες Ατίντ. Ο Γιτζάκ Ράμπιν «γνώριζε ότι η ειρήνη δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη και ισχύς», είπε ο Γιάιρ Γκολάν, πρώην στρατηγός και αρχηγός του αριστερού κόμματος Δημοκράτες.
Η αιματοβαμμένη ειρήνη
Η δολοφονία του Ράμπιν, στις 4 Νοεμβρίου 1995, έβαλε βίαια τέλος στη διαδικασία ειρήνης του Όσλο. Έκτοτε, η λέξη «ειρήνη» έγινε στο Ισραήλ πολιτικά δυσφημισμένη — συνώνυμη της αφέλειας ή, ακόμα χειρότερα, συνώνυμη της Αριστεράς.
Τώρα, βέβαια, μια νέα μορφή ειρηνευτικής διαδικασίας βρίσκεται σε εξέλιξη: η κυβέρνηση Τραμπ και οι σύμμαχοί της στον μουσουλμανικό κόσμο προσπαθούν να μετατρέψουν την εύθραυστη εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς σε κάτι πιο σταθερό.
Πιέζουν για τον αφοπλισμό και την ανασυγκρότηση της Λωρίδας της Γάζας, ξεκινώντας από το ανατολικό της τμήμα, που ελέγχεται από το Ισραήλ. Ελπίζουν επίσης να επεκτείνουν τις Συμφωνίες του Αβραάμ, που εξομάλυναν τις σχέσεις του Ισραήλ με ορισμένα αραβικά κράτη, και σε άλλες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, η Συρία ή ο Λίβανος. Ίσως, λένε, να υπάρξει κάποτε μια αμυδρή ελπίδα για παλαιστινιακή κρατική υπόσταση.
Πριν όμως υλοποιηθούν αυτά τα φιλόδοξα σχέδια, η Χαμάς πρέπει να επιστρέψει τα σώματα των πρώην ισραηλινών ομήρων. Το πρωί της Δευτέρας, το Ισραήλ επιβεβαίωσε ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας έλαβε τα λείψανα τριών ακόμη: του συνταγματάρχη Ασάφ Χαμάμι, του λοχία Οζ Ντάνιελ και του λοχαγού Όμερ Νόιτρα, ο οποίος είχε διπλή ισραηλινή και αμερικανική υπηκοότητα. Τα σώματα οκτώ ακόμη νεκρών ομήρων παραμένουν στη Γάζα.
Οι προοπτικές και οι προκλήσεις
Είναι μια εποχή μεγάλων δυνατοτήτων, αλλά και μεγάλων κινδύνων, σχολιάζουν οι ΝΥΤ. Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου πιέστηκε για να συμφωνήσει στην εκεχειρία με τη Χαμάς. Πολλοί μέσα στον κυβερνητικό του συνασπισμό θα προτιμούσαν να τη σπάσουν και να επιστρέψουν σε πόλεμο πλήρους κλίμακας, επιδιώκοντας τη «συνολική νίκη», παρά να ρισκάρουν να επιβιώσει η Χαμάς και να ανασυνταχθεί.
Στις συζητήσεις με απλούς Ισραηλινούς διακρίνεται μια έντονη αίσθηση ότι το έθνος βρίσκεται σε σταυροδρόμι — και όχι μόνο όσον αφορά τη Γάζα. Την περασμένη χρονιά, δεκάδες χιλιάδες περισσότεροι Ισραηλινοί μετανάστευσαν από όσους εγκαταστάθηκαν στη χώρα. Πολλοί, από όλο το πολιτικό φάσμα, πιστεύουν ότι οι εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν μέσα στον επόμενο χρόνο θα είναι καθοριστικές για το μέλλον και τον χαρακτήρα του κράτους — και ίσως για το αν περισσότεροι πολίτες θα επιλέξουν να μείνουν ή να φύγουν.
Σε κίνδυνο το κοινωνικό συμβόλαιο
Στην κόψη του ξυραφιού βρίσκεται ένα κρίσιμο στοιχείο του κοινωνικού συμβολαίου του Ισραήλ: ο δεσμός ανάμεσα στους υπερορθόδοξους, εκατοντάδες χιλιάδες από τους οποίους διαδήλωσαν την περασμένη εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ ζητώντας την παράταση της μακροχρόνιας απαλλαγής τους από τη στρατιωτική θητεία, και στους δεκάδες χιλιάδες εφέδρους που έχουν εξαντληθεί μετά από επανειλημμένες αποστολές στη Γάζα.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τις αποφάσεις του Νετανιάχου τους επόμενους μήνες — από το τι θα αναγκαστεί να δεχθεί, τι θα επιλέξει να προτάξει και, στα 76 του χρόνια, τι θέλει να αφήσει ως πολιτική του κληρονομιά.
Πολλά θα εξαρτηθούν, επίσης, από το πώς εκείνοι που προσπαθούν να τον διαδεχθούν θα σταθούν απέναντι στους Ισραηλινούς ψηφοφόρους, κουρασμένους από τον πόλεμο, αλλά και βαθιά δύσπιστους απέναντι στις προοπτικές της ειρήνης.
Στις ομιλίες του Σαββάτου, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο Ράμπιν υπήρξε πολεμιστής του Ισραήλ πριν επιδιώξει την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους. Υπήρξαν, επίσης, αναφορές στο πόσο η σημερινή πολιτική ατμόσφαιρα θυμίζει το τεταμένο, πολωμένο κλίμα που προηγήθηκε της δολοφονίας του.
Η διαστρέβλωση του Ιδουαϊσμού
Ο Γκολάν, ο πρώην στρατηγός, του οποίου η στρατιωτική πορεία σταμάτησε έπειτα από μια ομιλία το 2016, στην οποία συνέκρινε το σύγχρονο Ισραήλ με τη Γερμανία πριν από το Ολοκαύτωμα, είπε το Σάββατο το βράδυ ότι «οι τρεις σφαίρες που σκότωσαν τον Ράμπιν εξακολουθούν να αντηχούν κάθε φορά που η κυβέρνηση υποκινεί μίση εναντίον των πολιτών της, κάθε φορά που οι πατριώτες αποκαλούνται προδότες, κάθε φορά που οι διαδηλωτές που ασκούν το δημοκρατικό τους καθήκον ξυλοκοπούνται».
Ο Λαπίντ, ο κεντρώος ηγέτης της αντιπολίτευσης, υποστήριξε ότι τα δεξιά και θρησκευτικά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως και οι επικριτές του Ράμπιν τότε, διαστρεβλώνουν την ίδια την έννοια του Ιουδαϊσμού και τη μετατρέπουν σε κάτι βίαιο.
«Ο βίαιος ρατσισμός του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ δεν είναι Ιουδαϊσμός», είπε, αναφερόμενος στον υπουργό Εθνικής Ασφάλειας του Νετανιάχου. «Όποιος προτείνει να ριχθεί ατομική βόμβα στη Γάζα δεν εκπροσωπεί τον Ιουδαϊσμό», πρόσθεσε, αναφερόμενος σε άλλη δήλωση υπερεθνικιστή υπουργού.
«Η βία των εποίκων δεν είναι Ιουδαϊσμός», είπε ο Λαπίντ. «Ο Ιουδαϊσμός δεν ανήκει στους εξτρεμιστές, ούτε στους διεφθαρμένους, ούτε σε αυτούς που αποφεύγουν τη στράτευση».






