Το άρθρο περιγράφει τους Βυζαντινοπερσικούς πολέμους, εστιάζοντας στις στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Περσικής Αυτοκρατορίας από την εποχή του Ιουστινιανού έως και τον Ηράκλειο.
Οι Βυζαντινοί, συχνά σε θέση άμυνας, αντιμετώπισαν τις επιθετικές βλέψεις των Περσών, οι οποίοι επιδίωκαν την κατάκτηση εδαφών της αυτοκρατορίας.
Παρά τις αρχικές επιτυχίες των Περσών, οι Βυζαντινοί υπό την ηγεσία του Ηρακλείου κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να αντεπιτεθούν, οδηγώντας τελικά στην ήττα των Περσών και την αποκατάσταση των χαμένων εδαφών.
Η αποφασιστική νίκη του Ηρακλείου στη μάχη της Νινευή και η επακόλουθη συνθήκη ειρήνης σηματοδότησαν το τέλος της περσικής απειλής, ενώ η επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα αποτέλεσε σύμβολο της βυζαντινής νίκης.
Πιο αναλυτικά
Οι πόλεμοι Βυζαντινών και Περσών ήταν από τους σκληρότερους που χρειάστηκε να δώσει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Σχεδόν πάντα οι Βυζαντινοί ήταν οι αμυνόμενοι. Από την εποχή του Αναστασίου ακόμα οι Πέρσες είχαν καταστήσει φανερή την πρόθεσή τους να κατακτήσουν επαρχίες της Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στις περιοχές του Καυκάσου – Λαζική – και της Μεσοποταμίας.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, η σοβαρή εμπλοκή των δυνάμεων της αυτοκρατορίας στη Δύση, επέτρεψε στους Πέρσες να κινηθούν και πάλι επιθετικά διεκδικώντας εδάφη.
Ο Ιουστινιανός προσπάθησε να κρατήσει τους Πέρσες έξω από τα αυτοκρατορικά εδάφη με τη διπλωματία και την καταβολή χρημάτων.
Οι Πέρσες πάντως δεν επείθοντο πάντα και στο διάστημα από το 527 έως το 562 μ.Χ. τα ανατολικά σύνορα του κράτους ήταν συνεχώς εκτεθειμένα στον περσικό κίνδυνο.
Ο Περσικός Πόλεμος του Ιουστινιανού
Ο πόλεμος άρχισε το 527 μ.Χ., ύστερα από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Ως αποτέλεσμα της αποτυχίας των διπλωματών ο Ιουστινιανός διέταξε το 530 τον στρατηγό του Βελισάριο να κατασκευάσει οχυρό φρούριο στη θέση Μίνδουος, εντός του βυζαντινού εδάφους.
Οι Πέρσες θεώρησαν ότι η ενέργεια αυτή των Βυζαντινών αντίκειτο στα συμφέροντά τους και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τους εργάτες και τους στρατιώτες που έκτιζαν το οχυρό και κατέστρεψαν ένα μέρος του κτίσματος που είχε ήδη ανεγερθεί.
Απέναντι στις εχθρικές προκλήσεις ο Ιουστινιανός αντέδρασε με σωφροσύνη. Απέστειλε τον Βελισάριο, επικεφαλής ισχυρής στρατιάς, στο συνοριακό οχυρό Δάρας, με την εντολή να αναχαιτίσει κάθε νέα επιθετική ενέργεια των Περσών.
Οι Πέρσες δεν άργησαν να καταφθάσουν με 40.000 άνδρες στην περιοχή. Στρατοπέδευσαν στη θέση Αμμώδιος, 4 χλμ. περίπου από το Δάρας.
Επικεφαλής της περσικής στρατιάς ήταν ο μιρράνης Περόζης, με υποστρατήγους τους Βαρεσμανά και Πιτυάξη.
Από εκεί ο Πέρσης στρατηγός απέστειλε αγγελιαφόρο στον Βελισάριο με τον οποίο ζητούσε από τον Βυζαντινό στρατηγό να του ετοιμάσει το μπάνιο του στο Δάρας. Τόσο σίγουρος ήταν ο Πέρσης για τη νίκη του.
Απέναντι στον προκλητικό Περόζη, ο Βελισάριος διέθετε περί τους 25.000 άνδρες. Οι άνδρες αυτοί τάχθηκαν σε διάταξη μάχης έξω από τα τείχη του Δάρας. Το αριστερό των Βυζαντινών στηριζόταν σε παρακείμενο μικρό λόφο. Το πεζικό τάχθηκε στο κέντρο και το ιππικό στα πλευρά. 
Οι ιππείς όμως τάχθηκαν αρκετά μέτρα μπροστά από τους πεζούς και όχι ακριβώς πλάϊ τους. Η κάθε εσωτερική πτέρυγα ιππικού υποστηριζόταν από αποσπάσματα Ούννων ελαφρών ιππέων. Πίσω από τη γραμμή του πεζικού τάχθηκε, ως γενική εφεδρεία, το σώμα των βουκελαρίων του Βελισάριου.
Πίσω δε από τον μικρό λόφο στο βυζαντινό αριστερό, ενέδρευε ένα τμήμα Έρουλων ελαφρών ιππέων.
Όλο το μέτωπο του στρατού προστατευόταν από ένα σύστημα τάφρων, διαμέσου των οποίων υπήρχαν διάδρομοι. Με τον τρόπο αυτό η περσική επίθεση θα διοχετευόταν εντός επιλεγμένων σημείων. Οι Πέρσες από την πλευρά τους παρατάχθηκαν εντελώς συμβατικά, σε δύο γραμμές μάχης, με το πεζικό στο κέντρο και το ιππικό στις πτέρυγες.
Καθώς οι δύο στρατοί ήταν παραταγμένοι οι Πέρσες κινήθηκαν κατά του βυζαντινού αριστερού. Ακολούθησε αψιμαχία στην οποία επικράτησαν οι Βυζαντινοί και σκότωσαν επτά Πέρσες.
Τότε εμφανίστηκε ενώπιον του Βυζαντινού Στρατού ένας νεαρός Πέρσης πολεμιστής, ο οποίος προκάλεσε σε μονομαχία όποιον από τους Βυζαντινούς είχε το θάρρος να τον αντιμετωπίσει.
Μπροστά του πετάχτηκε ο Ανδρέας, ένας υπηρέτης. Αφού εξοπλίστηκε, ίππευσε και επιτέθηκε κατά του Πέρση. Οι δύο ιππείς συνεπλάκησαν στο μέσο του κάμπου.
Ο Ανδρέας όμως κατάφερε με ένα επιδέξιο κτύπημα να ρίξει τον αντίπαλό του από το άλογό του. Μέχρι να συνέλθει ο Πέρσης από την πτώση, ο Βυζαντινός αντίπαλός του είχε επίσης αφιππεύσει και τον είχε σφάξει με ένα μικρό μαχαιρίδιο. Αμέσως τότε εμφανίστηκε άλλος Πέρσης ιππέας, ο οποίος προκάλεσε και πάλι τους Βυζαντινούς. Εναντίον και αυτού κινήθηκε ο Ανδρέας. Οι δύο ιππείς εφόρμησαν ο ένας κατά του άλλου με τις λόγχες.
Τα εκατέρωθεν πλήγματα όμως αποκρούστηκαν από τις ασπίδες των μαχητών.
Τότε όμως συγκρούστηκαν τα άλογά τους και οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν στο έδαφος. Πριν προλάβει να συνέλθει ο Πέρσης από την πτώση, ο Βυζαντινός αντίπαλός του είχε σηκωθεί όρθιος και τον είχε σκοτώσει.
Ύστερα από τα γεγονότα αυτά οι Πέρσες με πεσμένο το ηθικό αποσύρθηκαν στο στρατόπεδό τους. Την επομένη όμως ο στρατός των Περσών επανήλθε και μάλιστα ενισχυμένος. Αμέσως οι Πέρσες επιτέθηκαν κατά των βυζαντινών κεράτων που προεξείχαν. Οι Πέρσες πίεσαν πολύ το αριστερό πλευρό των Βυζαντινών και υποχρέωσαν τους ιππείς σε υποχώρηση. Τότε επενέβησαν οι Έρουλοι και οι Ούννοι.
Επιτέθηκαν οι πρώτοι κατά του δεξιού και οι δεύτεροι κατά του αριστερού του ως τότε νικηφόρου περσικού τμήματος ιππικού. Παράλληλα και το τακτικό βυζαντινό ιππικό, το οποίο είχε αρχικά οπισθοχωρήσει εξαιτίας της εχθρικής πίεσης, αντεπιτέθηκε με τη σειρά του κατά των σκληρά δοκιμαζόμενων Περσών. Πληττόμενοι από τρεις πλευρές, οι Πέρσες, δεν άντεξαν άλλο και, όσοι ήσαν σε θέση, τράπηκαν σε φυγή.
Το ίδιο συνέβη και στην άλλη πτέρυγα. Σε λίγο το περήφανο περσικό ιππικό είχε κατατροπωθεί. Περισσότεροι από 5.000 Πέρσες ιππείς χάθηκαν μόνο στη μάχη στο αριστερό βυζαντινό κέρας. Βλέποντας την εξέλιξη της μάχης, ο Βελισάριος διέταξε γενική αντεπίθεση.
Το πεζικό του επέπεσε στο αντίστοιχο περσικό και το αφάνισε. Όλα είχαν τελειώσει. Ο Περόζης δεν θα έπαιρνε ποτέ το μπάνιο του στο Δάρας!
Μετά τη συντριβή του στρατού στο Δάρας, ο Πέρσης βασιλιάς Καβάδης σχημάτισε μια νέα ισχυρή στρατιά, η οποία υπό τις διαταγές του Μερμερόη, στάλθηκε να λεηλατήσει τη βυζαντινή Αρμενία.
Εκεί όμως οι Βυζαντινοί αιφνιδίασαν τους Πέρσες και τους συνέτριψαν και πάλι καταλαμβάνοντας μάλιστα και το εχθρικό στρατόπεδο. Ακολούθησε νέα νίκη των Βυζαντινών έξω από την πόλη Σάταλα. Οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύθηκαν τις νίκες τους και κυρίευσαν πολλά συνοριακά φρούρια.
Νέες περσικές επιδρομές, το 531, οδήγησαν στη μάχη του Καλλίνικου. Αυτή τη φορά οι Πέρσες νίκησαν, υφιστάμενοι όμως τόσο βαριές απώλειες, ώστε να μην είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν τη νίκη τους.
Έτσι το επόμενο έτος ο Ιουστινιανός συνομολόγησε την «Απέραντη Ειρήνη» με τον Χοσρόη, διάδοχο του Καβάδη που είχε πεθάνει, με την υποχρέωση καταβολής χρημάτων στους Πέρσες.
Ο Ιουστινιανός είχε ήδη συλλάβει το μεγαλεπίβολο σχέδιο ανακατάληψης των δυτικών επαρχιών και επιθυμούσε να μην έχει περισπασμούς στην Ανατολή.
Οι Πέρσες όμως καταπάτησαν την συνθήκη και το 540 εισέβαλαν και πάλι στα βυζαντινά εδάφη. Νωρίτερα είχαν αφιχθεί στην αυλή του Χοσρόη πρέσβεις του Οστρογότθου βασιλιά Ουϊτίγη, οι οποίοι τον παρακινούσαν να ξαναρχίσει τον πόλεμο με τους Βυζαντινούς, τώρα που οι τελευταίοι πολεμούσαν σκληρά στην Ιταλία.
Πραγματικά ο Χοσρόης επιτέθηκε στην Αυτοκρατορία και λεηλάτησε τις ανατολικές επαρχίες. Επί πέντε έτη οι εκεί πληθυσμοί υπέφεραν τα πάνδεινα.
Μεγάλες πόλεις, όπως η Αντιόχεια, κατελήφθησαν από τους Πέρσες και ισοπεδώθηκαν. Μπροστά στην Έδεσσα της Συρίας όμως οι Πέρσες απέτυχαν παταγωδώς.
Έτσι, το 545 μ.Χ. συνομολογήθηκε νέα συνθήκη μεταξύ Περσών και Βυζαντινών η οποία, παρά τις συγκρούσεις για την κατοχή της Λαζικής, διατηρήθηκε. Μόνο το 561 επαναλήφθηκαν οι συγκρούσεις. 
Δεν κράτησαν όμως πολύ και το 562 υπεγράφη πεντηκονταετής ειρήνη μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Ωστόσο οι διαφορές μεταξύ Βυζαντινών και Περσών έμελλε να λυθούν οριστικά 50 περίπου χρόνια αργότερα με τον πόλεμο του Ηρακλείου κατά του Χοσρόη Β’.
Στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βίωνε μια από τις χειρότερες κρίσεις της έως τότε ιστορίας της. Ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος είχε άνανδρα δολοφονηθεί από τον σφετεριστή Φωκά, ο οποίος είχε αναλάβει και το πηδάλιο της Αυτοκρατορίας, οδηγώντας την στο χάος και την καταστροφή.
Το δύσκολο έργο της ανάστασης του κράτους ανέλαβε, σε καιρούς χαλεπούς, ο ηρωϊκός Ηράκλειος, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες αυτοκράτορες στον υπερχιλιετή βίο της.
Οι πόλεμοι του Ηράκλειου
Ο Ηράκλειος ήταν γιός του στρατηγού Ηρακλείου. Γεννήθηκε το 575 μ.Χ. στην ελληνική Καππαδοκία.
Ο πατέρας του είχε, υπό τις διαταγές των αυτοκρατόρων Μαυρικίου και Τιβερίου, πολεμήσει κατά των Περσών της Σασσανιδικής δυναστείας, προαιώνιων εχθρών της ελληνικής Ανατολής. Είχε μάλιστα διακριθεί ιδιαίτερα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Μετά την κατάληψη του φρουρίου Μαζαρόν είχε τιμηθεί από τον Μαυρίκιο με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας στον πόλεμο κατά των Περσών.
Ύστερα από νέα νίκη του τιμήθηκε με τον τίτλο του εξάρχου της επαρχίας της Αφρικής. Διοικούσε δηλαδή όλη την βορειοαφρικανική παράλια ζώνη, από το σημερινό Μαρόκο, ως και την Αίγυπτο.
Από μικρός ο γιός του ενδόξου στρατηγού, έζησε από κοντά τον πόλεμο αν και δεν συμμετείχε άμεσα σε αυτόν.
Το 601 μ.Χ. ο Βυζαντινός Στρατός του Βορρά, υπό την άξια διοίκηση του στρατηγού Πρίσκου, πολεμούσε σκληρά τους Αβάρους επιδρομείς. Τα βυζαντινά στρατεύματα διέσχισαν τον Δούναβη, στο ύψος της πόλεως Βιμινάκιο και επιτέθηκαν στους βαρβάρους.
Ύστερα από συνεχείς συγκρούσεις και πορείες ο Αυτοκρατορικός Στρατός κατόρθωσε να συντρίψει τους Αβάρους και τους Σκλάβους (Σλάβους) συμμάχους και υποτελείς του μεγάλου Χαν.
Περισσότεροι από 60.000 εχθροί χάθηκαν στις επιχειρήσεις αυτές, έναντι αμελητέων βυζαντινών απωλειών.
Ο στρατός όμως, κουρασμένος από τους συνεχείς πολέμους, πρώτα κατά των Περσών και κατόπιν κατά των Αβαροσλάβων, επαναστάτησε και υπό την ηγεσία του Φωκά, ενός άσημου ως τότε αξιωματικού, κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία και κατέλαβε. Ολόκληρη η αυτοκρατορική οικογένεια του οίκου του Μαυρικίου εξοντώθηκε από τον αιμοσταγή Φωκά.
Η πολιτική αλλαγή η οποία συνετελέσθη στην Κωνσταντινούπολη, έστω και με τέτοιο τρόπο, ήταν η αφορμή που επιζητούσε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης για να ξαναρχίσει τον κατά της Αυτοκρατορίας πόλεμο.
Με πρόσχημα την εκδίκηση για τον θάνατο του Μαυρικίου, με τον οποίο είχε υπογράψει συνθήκη φιλίας, ο Χοσρόης διέταξε τα πολυπληθή του στρατεύματα να εισβάλουν στα αυτοκρατορικά εδάφη και να λεηλατήσουν την χώρα.
Την ίδια ώρα στο Βυζάντιο επικρατούσε διάλυση. Ο Φωκάς χρησιμοποιούσε τον στρατό για να στηρίξει την εξουσία του και να επικρατήσει έναντι των απειραρίθμων αντιπάλων του. Ένα κύμα τρομοκρατίας είχε καλύψει την Αυτοκρατορία.
Οι συλλήψεις και οι δολοφονίες αντιφρονούντων ήταν καθημερινά φαινόμενα. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η μητέρα και η μνηστή του μετέπειτα αυτοκράτορα Ηρακλείου. Στο μεταξύ οι Πέρσες προήλαυναν ανενόχλητοι.
Ο έξαρχος Αφρικής Ηράκλειος, αντιδρώντας στη σύλληψη της συζύγου και της νύφης του, αλλά και ύστερα από συνεννοήσεις με την Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε να επιχειρήσει την εκθρόνιση του επικίνδυνου σφετεριστή.
Αφού συγκρότησε στόλο και τον επάνδρωσε, έθεσε επικεφαλής τον ομώνυμο μεγαλύτερο υιό του και τον διέταξε να πλεύσει προς την Πόλη και να καταλύσει την τυραννία του Φωκά.
Ο στόλος του Ηρακλείου απέπλευσε από την βορειοαφρικανική ακτή και ύστερα από μακρόν πλου έφτασε στην Άβυδο του Ελλησπόντου.
Η πανάρχαια αυτή ελληνική πόλη είχε καταστεί κέντρο της κατά του Φωκά «αντιπολίτευσης». Από τον εκεί στρατιωτικό διοικητή ο Ηράκλειος ενημερώθηκε για την επικρατούσα στην Πόλη κατάσταση και ύστερα από την ανεπίσημη στέψη του, από τον μητροπολίτη Κυζίκου, ανέλαβε δράση. Ο Ηράκλειος δεν επιτέθηκε άμεσα κατά της Πόλης γιατί κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα ήταν υπέρ του Φωκά. Αντ’ αυτού κινήθηκε πρώτα στην Ηράκλεια της Θράκης.
Ο Φωκάς όταν έμαθε ότι τα αφρικανικά στρατεύματα αφίχθησαν στη Θράκη, πίστεψε ότι προφανώς θα δεχόταν επίθεση από ξηράς. Γι’ αυτό ακριβώς ενίσχυσε την χερσαία αμυντική γραμμή της Πόλης και τις φρουρές των χερσαίων τειχών.
Ο Ηράκλειος όμως επιτέθηκε από την θάλασσα, στις 30 Οκτωβρίου 610! Την επομένη ο στόλος του νίκησε τον πιστό στον Φωκά στόλο και με την ενίσχυση των κατοίκων της Πόλης, οι οποίοι εξεγέρθηκαν κατά του Φωκά, εισήλθε νικητής πλέον στην Πόλη.
Ο σφετεριστής είχε συλληφθεί και είχε θανατωθεί. Λίγο αργότερα ο Ηράκλειος ανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως.
Η κατάσταση που εκλήθη να αντιμετωπίσει ο νέος αυτοκράτωρ ήταν τραγική. Η Αυτοκρατορία, εν πολλοίς, μόνο κατ’ όνομα υφίστατο. Το βόρειο σύνορό της, ο θεϊκός Ίστρος (Δούναβης), είχε παραβιαστεί από τις Αβαροσλαβικές ορδές και οι Πέρσες του Χοσρόη λεηλατούσαν και παρέδιδαν στην φωτιά πόλεις ολόκληρες, ενώ την ίδια ώρα οι Λομβαρδοί επιτίθεντο στις ιταλικές κτήσεις της Αυτοκρατορίας.
Ο Ηράκλειος όμως δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει άμεσα. Ο Βυζαντινός Στρατός ήταν διαλυμένος, φάντασμα πραγματικό του παλαιού ενδόξου εαυτού του.
Δεν υπήρχαν ούτε χρηματικοί πόροι. Ο Φωκάς για να στηρίξει την εξουσία είχε κατασπαταλήσει τα χρήματα των αυτοκρατορικών ταμείων.
Το φρόνιμα τέλος του λαού και των υπαρχόντων στρατιωτικών μονάδων, ήταν σε πτώση.
Χωρίς αμφιβολία ο πλέον επικίνδυνος για την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας εχθρός ήταν η Σασσανιδική Περσική Αυτοκρατορία. Για να κατορθώσει όμως ο Ηράκλειος να συγκεντρώσει το δυναμικό της Αυτοκρατορίας κατά των Περσών, όφειλε πρώτα να κλείσει τις λοιπές ανοικτές πληγές του κράτους.
Οι ιταλικές κτήσεις αφέθηκαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με ιδία μέσα. Στο μέτωπο όμως της Ελληνικής Χερσονήσου, ο Ηράκλειος ανέλαβε διπλωματική πρωτοβουλία, προσεγγίζοντας τον Χάνο των Αβάρων και προσφέροντάς του χρήματα, με αντάλλαγμα τη σύναψη συνθήκης ειρήνης.
Παρόμοια προσπάθεια διπλωματικής συνεννόησης επιχείρησε ο Ηράκλειος και με τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη, το 614 και το 617. Και οι δύο προσπάθειες όμως του Ηρακλείου προσέκρουσαν στην αδιαλλαξία του Χοσρόη, ο οποίος δεν δίστασε να αποκαλέσει τον Έλληνα αυτοκράτορα «ευτελή και ηλίθιον δούλο του».
Καλούσε μάλιστα ο Χοσρόης τον Ηράκλειο να σπεύσει να τον προσκυνήσει! Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Πέρσες επιχείρησαν επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης. Αποκρούστηκαν όμως και υπέστησαν απώλειες 4.000 ανδρών.
Οι Πέρσες όμως, παρά την μικρής κλίμακας ήττα τους, συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο στην Ανατολή.
Η Αντιόχεια κατελήφθη και κατεστράφη. Τμήματα του Περσικού Στρατού εισέβαλαν και στην Παλαιστίνη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με τους Πέρσες συνεργάστηκαν στενά και οι Ιουδαίοι κάτοικοι της περιοχής. Ο Π. Καρολίδης αναφέρει ότι 40.000 οπλισμένοι Ιουδαίοι συμμετείχαν, μαζί με τους Πέρσες, σε επιθέσεις κατά της Τύρου, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίθετα υπήρξαν ευτυχέστεροι στην επίθεσή τους κατά των Ιεροσολύμων. Το 614 οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη με την συνεργασία 20.000 Ιουδαίων, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι των Περσών. Υπολογίζεται ότι 90.000 χριστιανοί κάτοικοι βρήκαν τον θάνατο, κατά την άλωση.
Ο Π. Καρολίδης αναφέρει μια ακόμα ανατριχιαστική λεπτομέρεια. Οι Ιουδαίοι εξαγόραζαν από τους Πέρσες τους χριστιανούς αιχμαλώτους και τους θανάτωναν! Η πόλη λεηλατήθηκε αγρίως και στα χέρια των εχθρών έπεσε ακόμα και ο Τίμιος Σταυρός, το ιερό σύμβολο της χριστιανοσύνης. Δύο χρόνια αργότερα έπεσε και η Αίγυπτος.
Βυζαντινή αντεπίθεση
Το έτος 616 θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελούσε το κατώτερο σημείο πτώσης της Αυτοκρατορίας. Οι Πέρσες είχαν φτάσει ως την Χαλκηδόνα, στη μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου. Η Αίγυπτος, η Συρία και η Παλαιστίνη ευρίσκοντο στα χέρια τους.
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας ευρίσκοντο επίσης στη διακριτική τους ευχέρεια. Πολλές είχαν ήδη γνωρίσει τον περσικό «πολιτισμό» της φωτιάς και του ατσαλιού. Ο Ηράκλειος από την πλευρά του προσπάθησε και πάλι να έρθει σε συνεννόηση με τους Πέρσες.
Έστειλε λοιπόν πρέσβεις στον Πέρση στρατηγό Σαήν, επικεφαλής των δυνάμεων που πολιορκούσαν την Χαλκηδόνα. Ο Πέρσης στρατηγός φάνηκε διαλλακτικός και ανέλαβε να οδηγήσει προσωπικά τους Βυζαντινούς πρέσβεις ενώπιον του βασιλέως του Χοσρόη.
Όταν όμως ο στρατηγός και οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στον Χοσρόη, αυτός έγδαρε ζωντανό τον στρατηγό του, γιατί τόλμησε να του προτείνει να ειρηνεύσει και έριξε τους πρέσβεις στην φυλακή. Στον δε Ηράκλειο απάντησε με νέα επιστολή, μνημείο θράσους και κομπορρημοσύνης. 
Μη έχοντας άλλη επιλογή ο Έλληνας αυτοκράτωρ προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τον Χαν των Αβάρων, για να εξασφαλίσει το βόρειο σύνορο και να επικεντρώσει τις προσπάθειές του κατά των Περσών. Σε μια πρώτη απόπειρα επαφής όμως, ο Χαν προσπάθησε να τον αιχμαλωτίσει.
Στο μεταξύ ο αυτοκράτωρ πέρασε στην Ασία και επικεφαλής του στρατού του κινήθηκε προς την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η πόλη ανακατελήφθη το 617 από τον στρατηγό Πρίσκο, οι οδηγούμενες από τον Ηράκλειο δυνάμεις όμως γνώρισαν την ήττα από τους Πέρσες, στην Αρμενία.
Η κατάσταση εξακολουθούσε να διαγράφεται απελπιστική για την Αυτοκρατορία. Ακόμα και ο Ηράκλειος λύγισε και σκέφτηκε να επιστρέψει στην Καρχηδόνα, για να συνεχίσει από εκεί τον πόλεμο.
Ο πατριάρχης Σέργιος όμως έπεισε τον αυτοκράτορα να παραμείνει και να αγωνιστεί. Βιαστικά εξαγοράστηκε η ειρήνη από τους βαρβάρους του Βορρά και άρχισαν εντατικές προετοιμασίες για την αντιμετώπιση των βαρβάρων της Ανατολής.
Ο Αυτοκράτωρ αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του σε μια έπαυλη έκτος της Πόλης και εκεί, με τους στενούς του συνεργάτες, μελετούσε κάθε λεπτομέρεια της επικείμενης εκστρατείας. Την ίδια ώρα οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας ανασυνεκροτούντο με ταχύ ρυθμό.
Η εκκλησία παραχώρησε τους θησαυρούς της, οι οποίοι εκποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε χρήμα. Τελικά την 5η Απριλίου (δεύτερη μέρα του Πάσχα) του 622 ο Αυτοκράτωρ πέρασε επικεφαλής μικρού τμήματος στη Βιθυνία και με σημαία την αχειροποίητον του Χριστού εικόνα, κινήθηκε προς την Καισάρεια.
Εκεί βρισκόταν το κύριο στρατόπεδό του. Όταν αφίχθη δεν άρχισε αμέσως επιχειρήσεις αλλά συνέχισε την εκπαίδευση των ανδρών του.
Μόνο όταν αντελήφθη ότι ο στρατός του ήταν ετοιμοπόλεμος και διατηρούσε υψηλό ηθικό, μόνο τότε κίνησε προς συνάντηση των εχθρών. Λάτρης της πειθαρχίας ο ίδιος είχε κατορθώσει να αναστήσει την αυτοκρατορική μηχανή, δίδοντας σε κάθε περίπτωση το παράδειγμα στους άνδρες του.
Έτρωγε μαζί τους, κοιμόταν μαζί τους και ασκείτο μαζί τους. Όπως ήταν φυσικό σύντομα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη, τον θαυμασμό και την αγάπη των στρατιωτών του. Ήταν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν ως τον θάνατο.
Στο μεταξύ η είδηση επανεμφάνισης του Αυτοκρατορικού Στρατού στη Μικρά Ασία και μάλιστα με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα προκάλεσε έκπληξη στα βασιλικά ανάκτορα του Χοσρόη.
Ο ηττημένος Αυτοκρατορικός Στρατός, ως άλλος Φοίνικας, επανεμφανιζόταν από το πουθενά, στην καρδιά της Ανατολίας. Θορυβημένος ο Πέρσης μονάρχης διέταξε τον στρατηγό Σάρβαρο (ή Σαρβαραζόν ή Σαχμπαράζ) να εγκαταλείψει την Χαλκηδόνα και να σπεύσει να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο. Με μια σειρά επιδέξιων ελιγμών όμως, ο Ηράκλειος κατόρθωσε να βγει κερδισμένος σε στρατηγικό επίπεδο.
Στις πρώτες μικροσυγκρούσεις μάλιστα οι Βυζαντινοί κατανίκησαν τους εχθρούς τους. Το ηθικό του Περσικού Στρατού έπεφτε αργά αλλά σταθερά. Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην κοιλάδα του ποταμού Άλυ.
Ο Περσικός Στρατός τάχθηκε για μάχη συμβατικά. Ένα όμως απόσπασμα εκλεκτού ιππικού τους τάχθηκε ενεδρεύον στο άκρο δεξιό της περσικής παράταξης.
Ο Σάρβαρος σκόπευε να αφήσει τους Βυζαντινούς να κινηθούν εναντίον του και στην κρίσιμη στιγμή θα εξορμούσε το ενεδρεύον τμήμα κατά του αριστερού πλευρού τους. Ο Ηράκλειος όμως δεν επαλήθευσε τις προσδοκίες του. Έστειλε ελαφρά τμήματα να παρενοχλούν τον εχθρικό στρατό.
Οι Πέρσες παρασύρθηκαν και επιτέθηκαν κατά των ελαφρών βυζαντινών τμημάτων, τα οποία τράπηκαν σε προσποιητή φυγή. Καθώς οι Πέρσες εκινούντο ασύνταχτα αντίκρισαν εμπρός τους το σύνολο του Αυτοκρατορικού Στρατού έτοιμο για μάχη.
Πανικοβλημένοι και με τον ήλιο να τους τυφλώνει, δέχτηκαν την έφοδο των Βυζαντινών και τράπηκαν σε άτακτη φυγή.
Ο στρατός του Σαρβάρου αφανίστηκε. Χιλιάδες άνδρες σκοτώθηκαν και οι επιζώντες εγκατέλειψαν έντρομοι τη Μικρά Ασία.
Με ένα μόνο κτύπημα ο Ηράκλειος είχε κατορθώσει να απελευθερώσει ολόκληρη την Μικρά Ασία. Η επιτυχία αυτή, πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των πλούσιων αυτοκρατορικών επαρχιών, είχε και σοβαρή επίπτωση όσον αφορά την αναπτέρωση του ηθικού του Αυτοκρατορικού Στρατού.
Οι Βυζαντινοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν φτάσει σε σημείο να θεωρούν τους Πέρσες αήττητους, μετά τη μάχη γονάτισαν και με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσαν τον Θεό και «τω στρατηγήσαντι καλώς βασιλεί».
Ο Ηράκλειος αφού ενίσχυσε την φρουρά της Πόλης, επέστρεψε την άνοιξη του 623 στη Μικρά Ασία και την 25η Απριλίου εισέβαλε στο περσικό έδαφος. Ο Χοσρόης σε απάντηση εξετέλεσε τους φυλακισμένους Βυζαντινούς πρέσβεις και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον γενναίο του αντίπαλο.
Δίχως να διστάσει ο Ηράκλειος, μόλις έμαθε ότι είχε απέναντί του τον ίδιο τον Χοσρόη, επιτέθηκε αμέσως κατά της πόλεως Γαυζακού, στην οποία στάθμευε ο Χοσρόης με 40.000 άνδρες. Ο Πέρσης βασιλιάς όμως δεν στάθηκε να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, αλλά το έβαλε στα πόδια αφήνοντας την πόλη και τον στρατό του στην τύχη τους.
Οι Βυζαντινοί κυρίευσαν με έφοδο την πόλη και κατέστρεψαν τις εχθρικές δυνάμεις. Συνεχίζοντας την πορεία του ο Αυτοκρατορικός Στρατός κατέλαβε και την πόλη Θηβορμαΐδα (ιερή πόλη των Περσών) και την κατέστρεψε, εκδικούμενος την καταστροφή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν ο Αυτοκρατορικός Στρατός διαχείμασε στην περιοχή του Καυκάσου.
Ο Χοσρόης επίσης άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις για να συντρίψει τον Ηράκλειο. Συγκροτήθηκαν τρεις ισχυρές περσικές στρατιές, υπό τους Σάρβαρο, Σαήν και Σαραβάγλα.
Σκοπός του Πέρση βασιλιά ήταν να περικυκλώσει τον Αυτοκρατορικό Στρατό και να τον καταστρέψει. Όχι μόνο δεν το κατόρθωσε όμως, αλλά ο Ηράκλειος ελισσόμενος με τον στρατό του κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό και να εκμηδενίσει, με αιφνιδιαστική επίθεση και τη μια περσική στρατιά.
Ο Πέρσης στρατηγός Σαραβάγλας σκοτώθηκε. Αμέσως μετά ο Ηράκλειος επιτέθηκε κατά της στρατιάς του Σαήν και τη νίκησε επίσης. Κατόπιν αιφνιδίασε και την άλλη περσική στρατιά και κατέλαβε αιφνιδιαστικά την πόλη Βαν. Ο Πέρσης στρατηγός για να αποφύγει την αιχμαλωσία πήδηξε γυμνός σε ένα άλογο και τράπηκε σε φυγή μέσα στη νύκτα!
Η επίθεση των Αβάρων κατά της Πόλης και η τελική νίκη
Με τις δύο άκρως επιτυχημένες εκστρατείες του ο Ηράκλειος είχε κατορθώσει να μεταβάλει άρδην τη δυσμενή για την Αυτοκρατορία κατάσταση. Είχε μάλιστα εκ νέου προτείνει ειρήνη στον Χοσρόη. Ο Πέρσης όμως και πάλι απέρριψε τις προτάσεις του. Την λύση θα έδιναν τα όπλα.
Ο Αυτοκρατορικός Στρατός, εξασθενισμένος από την αποχώρηση των συμμαχικών αποσπασμάτων των Λαζών και Αβάσγων, βρισκόταν εντούτοις σε πλεονεκτική θέση, στρατηγικά.
Το άνθος του Περσικού Στρατού είχε κατασυντριβεί. Τρεις στρατιές Περσών δεν είχαν κατορθώσει να νικήσουν μια βυζαντινή. Το 625 νέα μάχη έλαβε χώρα κοντά στον Ευφράτη. 
Ο γενναίος Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και βλέποντας τον Ηράκλειο να πράττει το αυτό στράφηκε στον αυτόμολο Κοσμά και του είπε: «οράς τον Καίσαρα, ω Κοσμά, ως θρασύς προς την μάχην ίσταται και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων τας βολάς αποπτύει»; Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και ο Ηράκλειος επέστρεψε στην Σεβάστεια όπου και διαχείμασε με τον κατάκοπο αλλά ένδοξο νικητή στρατό του.
Όταν όμως πληροφορήθηκε τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Χαν των Αβάρων και του Χοσρόη έσπευσε να στείλει νέες ενισχύσεις στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα σχημάτισε μια νέα στρατιά, την οποία έθεσε υπό τον αδερφό του Θεόδωρο, με αποστολή την άμυνα της Μικράς Ασίας.
Ο ίδιος με 30.000 περίπου μαχητές θα πολεμούσε τον Χοσρόη.
Ο Αυτοκράτωρ προσπάθησε και κατόρθωσε να προσεταιρισθεί τον Χαν των Χαζάρων Τούρκων, ο οποίος του διέθεσε 40.000 μαχητές.
Στην κρίσιμη στιγμή οι «πολεμικότατοι» Τούρκοι λιποτάκτησαν και άφησαν τη μικρή βυζαντινή στρατιά μόνη εντός εχθρικού εδάφους, απέναντι σε τετραπλάσιες εχθρικές δυνάμεις.
Στο μεταξύ ο άπιστος Χαν των Αβάρων επετίθετο κατά της Κωνσταντινούπολης (626 μ.Χ.). Τόσο κατά ξηρά, όσο και κατά θάλασσα όμως οι προσπάθειές του απέτυχαν και ο στρατός και ο στόλος του συνετρίβησαν οριστικά.
Ο Ηράκλειος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, χωρίς όμως να δύναται να επηρεάσει την εξέλιξή τους, από την Αρμενία όπου βρισκόταν.
Στο μεταξύ ο Θεόδωρος κατανίκησε τη στρατιά του Πέρση στρατηγού Σαήν και εξασφάλισε την Μικρά Ασία.
Την ίδια ώρα ο Ηράκλειος με τη μικρή του στρατιά βάδιζε στην Ασσυρία, στην καρδιά της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας.
Ο Χοσρόης είχε φυσικά συγκροτήσει νέες δυνάμεις, οι οποίες, υπό τον γενναίο Ραζάτη, έσπευδαν να πολεμήσουν τους Βυζαντινούς.
Η κρίσιμη μάχη, η κρισιμότερη όλου του πολέμου, δόθηκε κοντά στην αρχαία ασσυριακή πρωτεύουσα Νινευή. Ήταν Δεκέμβριος και το ψύχος ήταν ισχυρό.
Οι Βυζαντινοί ήταν λιγότεροι και ευρίσκοντο πολύ μακριά από τις βάσεις εφοδιασμού τους. Όλοι όμως από τον τελευταίο στρατιώτη, ως τον αυτοκράτορα, ήταν βέβαιοι για τη νίκη.
Εκεί κοντά άλλωστε 958 έτη πριν οι Έλληνες του Αλεξάνδρου είχαν συντρίψει τους Πέρσες του Δαρείου. Οι οιωνοί ήταν άριστοι. 
Την 12η Δεκεμβρίου οι δύο στρατοί ευρίσκοντο αντιμέτωποι. Ένας Πέρσης πολεμιστής εξήλθε των γραμμών και προκάλεσε σε μονομαχία «πάντα βουλόμενον εκ των Βυζαντινών». Αμέσως έσπευσε εναντίον του ο Ηράκλειος, ιππεύοντας το περήφανο άτι του τον Δάρκωνα. Σε λίγο ο Πέρσης ήταν νεκρός. Νέα πρόκληση και νέα ομηρική μονομαχία είχε το ίδιο αποτέλεσμα.
Όταν οι Πέρσες στρατιώτες εφόρμησαν κατά του νικητή Ηρακλείου και τραυμάτισαν αυτόν και το άλογό του, οι στρατιώτες του Ηρακλείου αντεπετέθησαν και η μάχη γενικεύτηκε.
Όταν έληξε, εννέα ώρες αργότερα, ο περσικός στρατός δεν υπήρχε πλέον, αν και ήταν διπλάσιος του Βυζαντινού. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη, στη μάχη έπεσαν όλοι οι Πέρσες αξιωματικοί και 50.000 Πέρσες. Στα χέρια των νικητών έπεσαν πλούσια λάφυρα καθώς και 28 περσικά λάβαρα.
Οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν αμελητέες. Η νίκη αυτή σηματοδότησε και το ουσιαστικό τέλος του πολέμου.
Ο Χοσρόης όμως επέμενε να συνεχίζει έναν άσκοπο αγώνα. Αλλά οι Πέρσες είχαν αντίθετη γνώμη.
Κουρασμένοι από τις συνεχείς ήττες τον ανέτρεψαν και έδωσαν τον θρόνο στον γιό του Σιρόη.
Ο Χοσρόης σκοτώθηκε και ο νέος Πέρσης βασιλιάς συνομολόγησε συνθήκη ειρήνης με την Αυτοκρατορία, παραδίδοντας όλα τα κατεκτημένα εδάφη και τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Ηράκλειος ήταν νικητής και επέστρεψε στην Πόλη όπου ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 629 μ.Χ. ύψωσε τον Σταυρό και στην πόλη των Ιεροσολύμων, αφού πρώτα εξόρισε όλους τους Ιουδαίους κατοίκους της, για να τους τιμωρήσει για τη φιλοπερσική τους συμπεριφορά.






