Ο Τίτος Πατρίκιος, ποιητής και επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αναπολεί τις εμπειρίες του από την 28η Οκτωβρίου 1940 και τα χρόνια της Κατοχής.
Θυμάται την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος, όταν ως μαθητής στην Ανάργυρο Σχολή Σπετσών άκουσε την είδηση για την κήρυξη πολέμου από την Ιταλία. Περιγράφει τον ενθουσιασμό των μαθητών και τις πρώτες ώρες του πολέμου.
Αναφέρεται επίσης σε μια συγκινητική στιγμή το 1942, όταν με λίγους συμμαθητές στεφάνωσαν τους ήρωες του 1821 στο Πεδίον του Άρεως, και σε ένα δραματικό περιστατικό το 1944, όταν σώθηκε από συνεργάτες των Γερμανών χάρη σε ένα φιλί από μια κοπέλα της ΕΠΟΝ.
Ο Πατρίκιος κλείνει με ένα μήνυμα για την αξία του διαλόγου και την αποφυγή του εμφυλίου πολέμου.
Πιο αναλυτικά
Μαθητή στην Ανάργυρο Σχολή Σπετσών βρήκε τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο ο πόλεμος της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Ο ποιητής και και επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Τίτος Πατρίκιος θυμάται την ημέρα που ξημέρωσε ο πόλεμος, τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. «Ήμουν στην τρίτη τάξη, δηλαδή στην πρώτη γυμνασίου του σημερινού συστήματος», ανέφερε.
«Κατά τις δέκα μπήκε ένας καθηγητής και κάτι είπε στον καθηγητή των Φυσικών. Σε λίγο μας λέει ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε “Ζήτω η Ελλάδα! Κάτω η Ιταλία! Θα νικήσουμε!”», θυμήθηκε ο ποιητής, περιγράφοντας το ξέσπασμα ενθουσιασμού των μαθητών. «Τα γράφαμε όλα στα θρανία, στους τοίχους, παντού. Και σε λίγο είπαμε όλοι μαζί τον εθνικό ύμνο».
Σύμφωνα με όσα είπε, το ίδιο βράδυ, άκουσαν στο ραδιόφωνο πως οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Πάτρα: «Μας είπαν ότι τους ρίξαμε τέσσερα αεροπλάνα, αλλά υπήρχαν τέσσερις νεκροί και δεκαεπτά τραυματίες. Αργότερα, είπαν ότι οι νεκροί ήταν πενήντα και οι τραυματίες εκατό. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα του πολέμου για μένα».
Ελάτε να στεφανώσουμε τους ήρωες
Ο Τίτος Πατρίκιος μίλησε και για τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου 1942, μέσα στην Κατοχή, όταν ήταν μαθητής στη Βαρβάκειο… «Στο διάλειμμα ήρθε και με βρήκε ο Βαγγέλης Γκούφας, διάσημος ποιητής και δημοσιογράφος αργότερα, και μου είπε “μάζεψε όσα περισσότερα παιδιά μπορείς και ελάτε στο Πεδίον του Άρεως να στεφανώσουμε τους ήρωες”», αφηγήθηκε. «Το είπα σε πολλούς, αλλά δεν ήρθε κανείς».
Ο ίδιος με λίγους συμμαθητές πήρε το τραμ για το Πεδίον του Άρεως, όπου «βρισκόταν ένα ιταλικό θωρακισμένο αυτοκίνητο και μερικοί καραμπινιέροι». «Φτάσαμε στα αγάλματα των ηρώων, κυρίως φοιτητές στεφάνωναν με πρόχειρα στεφάνια τους ήρωες του 1821», σημείωσε.
Στη συνέχεια, «ένας φοιτητής είπε “τώρα θα πάμε στο Πανεπιστήμιο” – ήταν η νεολαία του ΕΑΜ Νέων». Όπως θυμάται, «στην οδό Χαριλάου Τρικούπη μάς επιτέθηκαν οι καραμπινιέροι. Ένας με έπιασε και άρχισε να με χτυπάει». «Φορούσα γυαλιά μυωπίας και τα είχα βάλει στην πίσω τσέπη για να τα προφυλάξω. Με μια κλωτσιά μου τα έσπασε. Ήταν το πρώτο ξύλο που έφαγα στη ζωή μου», είπε χαρακτηριστικά. «Ακολούθησαν και άλλα… αλλά εκείνη τη μέρα γύρισα σπίτι έχοντας στεφανώσει τους ήρωες και με σπασμένα τα γυαλιά στην πίσω τσέπη».
«Με έσωσε ένα φιλί»
Αναφέρθηκε και σε ένα δραματικό περιστατικό του 1944, λίγο πριν την Απελευθέρωση της Αθήνας. «Είχα ραντεβού με μια κοπέλα της ΕΠΟΝ να μου φέρει αφίσες για να τις κολλήσουμε. Είχαμε μπερδέψει την ώρα και πήγα νωρίτερα, στους Αέρηδες», αφηγήθηκε.
«Ξαφνικά ο φίλος μου λέει “έρχονται!” και το βάζει στα πόδια. Δεν κατάλαβα τι συμβαίνει — ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Έτρεξα κι εγώ, μπήκα σε μια εκκλησία, έπιασα ένα μανουάλι, αλλά με έβγαλαν συρτό έξω και με ρώτησαν τι θέλω εκεί και εγώ τους είπα πως είχα ραντεβού με μία κοπέλα για να πάμε βόλτα. Με έστησαν στον τοίχο και μου είπαν: “Αν δεν έρθει σε πέντε λεπτά, τελείωσες”».
Όπως εξήγησε, εκείνη τη στιγμή η κοπέλα εμφανίστηκε. Για να τον σώσει, τον πλησίασε και τον φίλησε, κάνοντας τους ενόπλους να πιστέψουν ότι ήταν απλώς ένα νεαρό ζευγάρι. «Έτσι σώθηκα», είπε συγκινημένος.
Δεν παρέλειψε ο Τίτος Πατρίκιος να στείλει το δικό του μήνυμά : «Να είμαστε όλοι καλά και να μπορούμε να συζητάμε. Να μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς να τσακωνόμαστε. Αναγνωρίζοντας ο ένας το δικαίωμα του άλλου να έχει τη δική του άποψη. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον εμφύλιο πόλεμο. Ευτυχώς τελείωσε κι αυτός».






