Το άρθρο περιγράφει τις προκλήσεις και τις καθυστερήσεις που αντιμετωπίζει το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου, γνωστό ως Great Sea Interconnector.
Παρά την αρχική πανηγυρική έναρξη του έργου το 2022, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες και αμφισβητήσεις, με αποτέλεσμα να ζητήσει τη βοήθεια της Ελλάδας και του ΑΔΜΗΕ για τη συνέχιση του έργου.
Οι διαφωνίες και οι καθυστερήσεις από την κυπριακή πλευρά, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στις χρηματοδοτικές δεσμεύσεις και τις ρυθμιστικές αποφάσεις, έχουν δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η Ελλάδα έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια, αλλά απαιτεί από την Κύπρο να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις για να προχωρήσει το έργο, το οποίο είναι κρίσιμο για την ενεργειακή σύνδεση και των δύο χωρών.
Πιο αναλυτικά
Όλο το παρασκήνιο για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου. Στις 14 Οκτωβρίου του 2022, η Κυπριακή Δημοκρατία εγκαινίασε με μια λαμπρή, πανηγυρική τελετή στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας την έναρξη των εργασιών κατασκευής της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου, που θα βγάλει την Κύπρο από την ενεργειακή απομόνωση.
Του ΠΑΝΑΓΗ ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews
Από τότε το έργο έχει περάσει από σαράντα κύματα. Η αδυναμία του προηγούμενου φορέα υλοποίησης (της κυπριακής εταιρείας Eurοasia Interconnector) να πληρώσει τις προκαταβολές στη γαλλική εταιρεία Nexans που κατασκευάζει το καλώδιο υποχρέωσε την Κυπριακή Δημοκρατία να ζητήσει τη βοήθεια της Αθήνας. Για να σώσουν το έργο και να καθησυχάσουν τις ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που το επιδοτεί με 657 εκατ. ευρώ, οι δύο κυβερνήσεις επιστράτευσαν τον ΑΔΜΗΕ, καθώς διέθετε και την κεφαλαιακή επάρκεια και την τεχνογνωσία, ώστε να αναλάβει φορέας υλοποίησης του Great Sea Interconnector, όπως ονομάζεται τώρα το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης.
Αμφισβήτηση
Έκτοτε -και για λόγους που μόνο οι ίδιοι οι Κύπριοι γνωρίζουν- το πανηγυρικό κλίμα έδωσε τη θέση του σε μια ατέρμονη γκρίνια. Από τις αρχές του 2024, ξεκίνησε ένα γαϊτανάκι έντονης αμφισβήτησης του έργου, που δεν έμεινε μόνο στις δηλώσεις. Τον Ιανουάριο του 2024, η Κυπριακή Δημοκρατία αθέτησε τη δέσμευσή της για μετοχική συμμετοχή στο έργο. Τον Ιούλιο του 2024, η Ρυθμιστική Αρχή Κύπρου (ΡΑΕΚ) ανέτρεψε αιφνιδιαστικά την απόφαση που είχε λάβει για προηγούμενο φορέα υλοποίησης (22/2023) για ανάκτηση των δαπανών κατά την κατασκευαστική περίοδο του έργου. Η ΡΑΕΚ μετέθεσε την ανάκτηση των δαπανών (μέσω των σχετικών χρεώσεων των καταναλωτών) από την έναρξη κατασκευής (2025) στην έναρξη λειτουργίας του έργου (2029), υπονομεύοντας τη χρηματοοικονομική βάση του GSI. Ακόμα και τα γεγονότα της Κάσου και την παρέμβαση της Τουρκίας οι Κύπριοι τα είδαν ως επιχείρημα για να διαπραγματευτούν μικρότερη συμμετοχή στα βάρη σε περίπτωση που «το έργο δεν γίνει λόγω εξωγενών παραγόντων» (γεωπολιτικό ρίσκο). Πράγματι πέτυχαν, στη διακρατική συμφωνία του Σεπτεμβρίου του 2025, να επιμεριστεί το γεωπολιτικό ρίσκο 50%-50% ανάμεσα σε Κύπρο και Ελλάδα, αντί του 67%-33% όπως ήταν η αρχική κατανομή.
Παρά τη διακρατική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο, την οποία η χώρα μας κύρωσε με νόμο και η Κύπρος με απόφαση υπουργικού συμβουλίου, η «αρνητική» στάση και οι κωλυσιεργίες των φορέων της Μεγαλονήσου συνεχίστηκαν έως τις ημέρες μας. Τον Ιούλιο του 2025, η ΡΑΕΚ αποφάσισε ότι αναγνωρίζει μόνο τα 82 εκατ. ευρώ από τα 302 εκατ. ευρώ του συνολικού απολογιστικού κατασκευαστικού κόστους του ΑΔΜΗΕ. Στην εύλογη ένσταση του φορέα υλοποίησης, οι Κύπριοι απάντησαν με νέες δηλώσεις αμφισβήτησης της βιωσιμότητας του GSI από τον υπουργό Οικονομικών, Μάκη Κεραυνό, που παρεμπιπτόντως ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εκταμιεύσει τα προβλεπόμενα 25 εκατ. ευρώ για την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2025, δηλαδή δεν θα τηρήσει τη διακρατική συμφωνία. Ακολούθησε η «παράξενη» δήλωση του Νίκου Χριστοδουλίδη περί εκβιασμών, με αποκορύφωμα τη φράση ότι ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ, δηλαδή ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του διαχειριστή, Μάνος Μανουσάκης, «προφανώς δεν ξέρει με ποιους έχει να κάνει».
Μελέτες
Πράγματι η Ελλάδα, η κυβέρνησή της και ο ΑΔΜΗΕ δεν ξέρουν πλέον με ποιον έχουν να κάνουν. Από τις αρχές του 2024, οι Κύπριοι πολιτικοί και πολλά ΜΜΕ συμπεριφέρονται ωσάν η Ελλάδα να τους έχει επιβάλει την ηλεκτρική διασύνδεση. Μόνο που αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς το έργο είναι κυπριακής έμπνευσης και έως το 2023 ήταν κυπριακής ιδιοκτησίας.
Οι Κύπριοι εκπόνησαν τις μελέτες σκοπιμότητας του έργου, ενώ η απόφαση για τον διασυνοριακό επιμερισμό του κόστους της διασύνδεσης μεταξύ των καταναλωτών Ελλάδας – Κύπρου σε 37%-63% ήταν κοινή απόφαση των ρυθμιστικών Αρχών το 2017. Οι Κύπριοι διενήργησαν τον διαγωνισμό για το πρώτο στάδιο κατασκευής του έργου το 2019 και υπέβαλαν το 2021 αίτηση για χρηματοδότηση της κατασκευής του από το Connecting Europe Facility – CEF της Ε.Ε. Το 2022 προχώρησαν στη σύμβαση με τη Nexans. Από το 2013, με τη βοήθεια της Ελλάδας, το βάζουν κάθε δύο χρόνια στον κατάλογο των έργων της Ε.Ε. για τα έργα κοινού ενδιαφέροντος CPI – τελευταία τον Μάρτιο του 2025. Η Ελλάδα στήριζε πάντα τη Λευκωσία και στάθηκε αρωγός όποτε υπήρξε ανάγκη. Το 2021, η κυβέρνηση παρότρυνε τον ΑΔΜΗΕ να αναλάβει τεχνικός και επιχειρησιακός σύμβουλος της Euroasia Interconnector (που δεν είχε τεχνογνωσία) ώστε να εγκριθεί η ευρωπαϊκή επιδότηση. Η ΡΑΕΥ ενέκρινε χωρίς καμία χρονοτριβή την αύξηση του κόστους του έργου από το 1,5 δισ. ευρώ στα 1,9 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2023.
Το όψιμο επιχείρημα της κυπριακής κυβέρνησης είναι να ανταποκριθεί ο ΑΔΜΗΕ στις υποχρεώσεις του (δηλαδή να συνεχίσει τις έρευνες βυθού) και τότε θα προχωρήσουν με τις εκταμιεύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση έχει όμως ξεκαθαρίσει διά του ίδιου του πρωθυπουργού ότι προϋπόθεση για να ξεκινήσουν ξανά οι έρευνες βυθού (και να αναλάβει η Ελλάδα το ρίσκο και το κόστος μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με την Τουρκία) είναι να δείξουν οι Κύπριοι εμπράκτως ότι στηρίζουν το έργο, δηλαδή να ανταποκριθούν στις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Δεν είναι δυνατόν άλλωστε ένα έργο ύψους 1,9 δισ. ευρώ που βασίζεται σε συγκεκριμένο χρηματοδοτικό σχεδιασμό να προχωρήσει με τη χρηματοδότησή του στον «αέρα» και να αναλάβουν το κόστος χρηματοδότησής του εξ ολοκλήρου η Ελλάδα και ο ΑΔΜΗΕ, επιβαρύνοντας τον Ελληνα φορολογούμενο και υπονομεύοντας την οικονομική θέση μιας μεγάλης ελληνικής εταιρείας. Πρώτα αυτά και μετά θα αντιμετωπιστούν οι τουρκικές απειλές.
Οι Κύπριοι έως τώρα δεν έχουν βάλει ούτε ένα ευρώ στο έργο και δεν ξεκαθαρίζουν τη στάση τους. Καμία από τις προβλέψεις της διακρατικής συμφωνίας του 2024 δεν έχει υλοποιηθεί. Μόνο, με δύο χρόνια καθυστέρηση, και μετά την πρόσφατη αναστάτωση στις ελληνοκυπριακές σχέσεις, η ΡΑΕΚ εδέησε να μεταβιβάσει τις άδειες της Euroasia Interconnector στον ΑΔΜΗΕ. Ετσι όμως οδηγούν το έργο σε εκτροχιασμό, ανεξαρτήτως των τουρκικών ενστάσεων. Αν όμως το έργο δεν γίνει, τόσο η Ελλάδα όσο κυρίως η Κύπρος θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό για τη μη υλοποίησή του. Γιατί ήδη ο ΑΔΜΗΕ, δηλαδή η Ελλάδα, έχει ξοδέψει πολλά λεφτά.
Κεφάλαια 300 εκατ. ευρώ
Εδώ και δύο χρόνια ο ΑΔΜΗΕ εργάζεται άοκνα για την υλοποίηση του GSI. Μέχρι σήμερα έχει επενδύσει στο έργο περί τα 300 εκατ. ευρώ ίδια κεφάλαια. Το κατασκευαστικό σκέλος του έργου προχωρά, με 375 χλμ. ηλεκτρικού καλωδίου να έχουν ήδη παραχθεί και άλλα 220 χλμ. να βρίσκονται σε διάφορα στάδια παραγωγής στα εργοστάσια της Nexans. Τα χρήματα που έχει επενδύσει ο ΑΔΜΗΕ, μια δημόσια ελληνική εταιρεία, θα πρέπει να ανακτηθούν, ανεξαρτήτως αν θα γίνει το έργο ή όχι. Και οι Κύπριοι θα πρέπει να καταβάλουν αυτό που τους αναλογεί σύμφωνα με τη μεθοδολογία που προβλέπεται στα συμβόλαια που έχουν υπογράψει και όχι με βάση αυθαίρετες αποφάσεις όπως αυτή της ΡΑΕΚ στις 31/7/2025.