Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, με στόχο την κοινωνική ανακούφιση και τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Το σχέδιο περιλαμβάνει επιδοτήσεις για ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων, ενώ εξετάζονται μέτρα ελέγχου των ενοικίων, χωρίς επιβολή πλαφόν.
Οι αλλαγές στις ασφαλιστικές εισφορές αναμένεται να ανακοινωθούν τον Απρίλιο, με πιθανή μείωση κατά μισή μονάδα, ελαφρύνοντας το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ κοινωνικής στήριξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας, αξιοποιώντας την υπεραπόδοση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Πιο αναλυτικά
Την εφαρμογή νέων παρεμβάσεων σε δύο φάσεις εξετάζουν στην κυβέρνηση μετά τα δραστικά μέτρα στη φορολογία εισοδήματος που φέρνουν από το 2026 σημαντικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά, σε νέους και στη μεσαία τάξη. Το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2026 φωτογραφίζει τα περιθώρια για νέα μέτρα στήριξης, καθώς ομολογείται η υπέρβαση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2025.
Ωστόσο, η υλοποίηση των ελαφρύνσεων θα πρέπει να περάσει από τα στενά όρια που θέτουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες αλλά και από την επικύρωση των δημοσιονομικών δεδομένων από τη Eurostat. Το βασικό σενάριο προβλέπει να υπάρξουν εξαγγελίες για τα ενοίκια, ενός προγράμματος για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, το οποίο θα συνδυάζει την επιδότηση της ανακαίνισης και της ενεργειακής αναβάθμισης παλαιών ακινήτων τον προσεχή Δεκέμβριο κατά τη συζήτηση του τελικού σχεδίου του Προϋπολογισμού στη Βουλή, και για νέα μέτρα ελάφρυνσης μετά το Πάσχα.
Συγκεκριμένα:
- Η πρώτη φάση προβλέπει νέα παρέμβαση κυρίως θεσμικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, με τη βαρύτητα να πέφτει στα ενοίκια, καθώς όσα μέτρα έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα δεν έχουν αποδώσει ή αναμένεται να αποδώσουν σε μερικά χρόνια, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα της κοινωνικής αντιπαροχής με την κατασκευή κατοικιών σε δημόσιες εκτάσεις. Οι αυξήσεις στα ενοίκια έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικών και οικονομικών εντάσεων που προστίθεται στο συνολικό πρόβλημα της ακρίβειας που πλήττει τα νοικοκυριά. Παράλληλα σχεδιάζεται ένα νέο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, που θα συνδυάζει την επιδότηση ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης παλαιών ακινήτων.
- Η δεύτερη φάση θα οριστικοποιηθεί τον Απρίλιο του 2026, μετά την επικύρωση των δημοσιονομικών δεδομένων από τη Eurostat, όπου θα αποφασιστεί αν υπάρχει επαρκής δημοσιονομικός χώρος για νέες μόνιμες ελαφρύνσεις. Η υπεραπόδοση που ήδη καταγράφεται δημιουργεί ένα ισχυρό «ταμειακό μαξιλάρι» το οποίο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να διοχετευθεί σε ενισχύσεις. Αν το πλεόνασμα ξεπεράσει σημαντικά τους στόχους, θα είναι δυνατό να προχωρήσουν μέτρα ή ενισχύσεις σε ευάλωτες ομάδες, πάντα εντός των δημοσιονομικών περιορισμών που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Συνεπώς, μόλις οριστικοποιηθεί το αποτέλεσμα, θα επαναληφθεί η διαδικασία που περασμένου Απριλίου όταν από τα 11,4 δισ. ευρώ του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2024 (έφτασε το 4,8% του ΑΕΠ από 2,5% του ΑΕΠ που προέβλεπε ο Προϋπολογισμός του 2024) διατέθηκαν 1,1 δισ. ευρώ μέσω του επιδόματος των 250 ευρώ σε 1,4 εκατομμύρια συνταξιούχους, δικαιούχους αναπηρικών επιδομάτων και ανασφάλιστους υπερήλικες και της επιστροφής ενός ενοικίου σε 950.000 ελληνικά νοικοκυριά.
Όπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, στόχος είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας, χωρίς να ανατραπεί ο κανόνας του Συμφώνου Σταθερότητας, οπότε η πρόκληση για την κυβέρνηση θα είναι να ισορροπήσει ανάμεσα στην κοινωνική ανακούφιση και τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Με το ράλι στις τιμές των ενοικίων να συνεχίζεται αμείωτο και το στεγαστικό πρόβλημα να οξύνεται όλο και περισσότερο, η κυβέρνηση αναζητεί λύσεις. Οι αυξήσεις στις τιμές ενοικίασης έχουν καταστεί δυσβάσταχτες για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, με αποτέλεσμα το οικονομικό επιτελείο να ψάχνει πιο ενεργά μέτρα παρέμβασης για την εξισορρόπηση της κατάστασης. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι κυβερνητικά στελέχη εξετάζουν μοντέλα που έχουν ήδη εφαρμοστεί για τα ενοίκια στην Ευρώπη, ενώ διευκρινίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει τεθεί μέχρι τώρα ζήτημα επιβολής πλαφόν, καθώς θα ήταν παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση θα ενεργοποιήσει ένα νέο σχέδιο στέγασης που ξεπερνά τα όρια του «Εξοικονομώ», δηλαδή δεν θα αφορά μόνο ενεργειακές αναβαθμίσεις, αλλά και πλήρεις ανακαινίσεις κατοικιών, ώστε να «πέσουν» στην αγορά περισσότερα σπίτια. Το πρόγραμμα βρίσκεται σε φάση διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο να χρηματοδοτηθεί από την αναθεώρηση του ΕΣΠΑ 2021-2027 και τη μεταφορά κονδυλίων από άλλα έργα προς τη στέγαση.
Στο μικροσκόπιο
Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν ήδη εφαρμοστεί μέτρα για τον έλεγχο των ενοικίων. Στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη και στο Βερολίνο εφαρμόστηκαν μορφές ελέγχου ενοικίων, ενώ θεσπίστηκαν μηχανισμοί ενοικίου αναφοράς που εφαρμόζονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στην ουσία οι δήμοι δημιουργούν μια βάση δεδομένων με τα πραγματικά ενοίκια που καταβάλλονται σε μια περιοχή ανάλογα με το μέγεθος, την παλαιότητα, την τοποθεσία του ακινήτου. Από αυτά τα δεδομένα υπολογίζεται ένα μέσο ενοίκιο αναφοράς, που είναι ο δείκτης ο οποίος καθορίζει τις τιμές ενοικίου. Για παράδειγμα, σε πολλές πόλεις της Γαλλίας το ενοίκιο δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέσο ενοίκιο αναφοράς, ενώ στη Γερμανία οι αυξήσεις σε υπάρχουσες μισθώσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του ενοικίου πάνω από τον τοπικό μέσο όρο. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζονται οι υπερβολές και αποφεύγονται οι ακραίες τιμές.
Ο δείκτης μπορεί να βασίζεται σε ζητούμενες τιμές αγγελιών, αλλά και πραγματικά συμφωνηθείσες τιμές, δηλαδή τα δηλωμένα μισθωτήρια. Επίσης ανανεώνεται ετησίως ώστε να αντανακλά την εικόνα της αγοράς. Η Γερμανία εισήγαγε το μέτρο Mietpreisbremse, ένα είδος «φρένου» στην αύξηση των ενοικίων, επιτρέποντας μόνο περιορισμένες αυξήσεις. Παράλληλα, ενισχύθηκαν τα επιδόματα στέγασης και τα δικαιώματα των ενοικιαστών. Η Γαλλία επέλεξε να περιορίσει τις ανεξέλεγκτες αυξήσεις στα ενοίκια μέσω του μέτρου Encadrement des Loyers που εφαρμόζεται σε ζώνες με μεγάλη πίεση στην αγορά όπως το Παρίσι, η Λιόν και η Λιλ, ορίζοντας ανώτατα όρια στα ενοίκια βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων. Σύμφωνα με στοιχεία του δήμου της γαλλικής πρωτεύουσας, η πολιτική αυτή έχει ήδη οδηγήσει σε μειώσεις από 5% έως και 13% στα ενοικιοστάσια σε ορισμένες κατηγορίες κατοικιών. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό των ιδιοκτητών συνεχίζει να αγνοεί τα όρια, καταστρατηγώντας το πλαίσιο, γεγονός που αποδυναμώνει την επίδραση του μέτρου.
Στην Πορτογαλία το 2023 η κυβέρνηση έθεσε όριο 2% στις αυξήσεις ενοικίων για νέα συμβόλαια που διαδέχονται συμβόλαια των τελευταίων πέντε ετών, ώστε να μην αυξηθούν περισσότερο οι τιμές σε περιοχές με μεγάλη ζήτηση. Επίσης στην Ιταλία τα συμφωνημένα ενοίκια δεν πρέπει να υπερβαίνουν ορισμένα όρια που συμφωνούνται μεταξύ ιδιοκτητών, συλλόγων ιδιοκτητών και ενοικιαστών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν συγκεκριμένες ζώνες εντός των πόλεων, κατάσταση κτιρίου, υπηρεσίες, ενεργειακή απόδοση κ.ά.
Ανακοινώσεις τον Απρίλιο
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι το μέτρο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ανακοινωθεί τον προσεχή Απρίλιο. Θα είναι τουλάχιστον κατά μισή μονάδα και θα ελαφρύνει περαιτέρω το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων. Εξετάζεται να προέλθει από τον κλάδο ασθενείας, με το κόστος κατά μισή μονάδα να εκτιμάται σε περίπου 220 εκατ. ευρώ. Το σύνολο των εισφορών για τους μισθωτούς (εργοδότη και εργαζομένου) ανέρχεται σήμερα στο 35,16% και περιλαμβάνεται στα τέσσερα μεγαλύτερα ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ως προς τις εισφορές των εργαζομένων η Ελλάδα με 13,35% καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην ευρωζώνη, με πρώτη τη Γερμανία (19,9%) και δεύτερο το Βέλγιο (13,7%), όταν ο μέσος όρος είναι 11,8%. Σε επίπεδο χωρών-μελών του ΟΟΣΑ οι Έλληνες μισθωτοί είναι στην πέμπτη θέση, με μέσο όρο εισφορών εργαζομένου 9,5% στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Με τη νέα μείωση οι ασφαλιστικές εισφορές θα έχουν υποχωρήσει κατά 5,9% από το 2019 και μετά και θα βρεθούν κάτω από το 36% και συγκεκριμένα στο 35,66%, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με ένα σενάριο, δεν αποκλείεται να αυξηθεί το νέο μόνιμο επίδομα των 250 ευρώ και να δοθεί σε συνταξιούχους κάτω των 65 ετών που προβλέπει η σχετική διάταξη. Αν η κυβέρνηση αυξήσει το επίδομα κατά 100 ευρώ και ανέλθει στα 350 ευρώ, το κόστος ανεβαίνει στα 400 εκατ. ευρώ.