Πριν από την Επανάσταση, η ψηφοφορία στην Ελλάδα γινόταν προφορικά και φανερά, αλλά το 1834 εισήχθη το ψηφοδέλτιο από τους Βαυαρούς, αρχικά στις δημοτικές εκλογές της Αργολιδοκορινθίας και αργότερα στις γενικές εκλογές του 1844.
Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο καταργήθηκε το 1864 λόγω της αναλφαβητισμού και της δυνατότητας χειραγώγησης των ψηφοφόρων.
Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε η χρήση σφαιριδίων, μια μέθοδος που είχε τις ρίζες της στην Ενετοκρατία και εξασφάλιζε τη μυστικότητα της ψήφου. Κάθε υποψήφιος είχε ξεχωριστή κάλπη, και οι ψηφοφόροι έριχναν το σφαιρίδιο σε αυτήν, δηλώνοντας τη θέση τους.
Παρά τη μυστικότητα, η νοθεία δεν έλειπε, καθώς οι κάλπες μπορούσαν να ανατραπούν πριν την καταμέτρηση για να αναμειχθούν τα σφαιρίδια.
Πιο αναλυτικά
Πριν από την Επανάσταση, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, επικρατούσε η προφορική και φανερή ψηφοφορία, όταν μαζεύονταν οι τοπικές κοινότητες.
Το ψηφοδέλτιο χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας.
Το ψηφοδέλτιο ήρθε στη ζωή μας από τους Βαυαρούς το 1834, στις πρώτες δημοτικές εκλογές καθώς και στις πρώτες γενικές βουλευτικές εκλογές του 1844, μετά από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα τον υποψήφιο της επιλογής του.
Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο καταργήθηκε με το Σύνταγμα του 1864, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αναλφάβητοι και συνεπώς ήταν εύκολο να χειραγωγούνται από τους τοπικούς κομματάρχες οπότε όλοι καταλαβαίνουμε πόσα παράθυρα νοθείας άφηνε αυτή η διαδικασία.
Τα σφαιρίδια και τα κόλπα για νοθεία
Το σφαιρίδιο ήταν ένας μικρός βώλος από μολύβι που ύστερα από εισήγηση των Επτανησίων βουλευτών επιλέχθηκε ως τρόπος ψηφοφορίας με τη δικαιολογητική βάση ότι ήταν το «καταλληλότερο εις τα αναπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον».
Η ψηφοφορία δια σφαιριδίου εφαρμοζόταν στο Ιόνιο κράτος και είχε τις ρίζες της στην περίοδο της Ενετοκρατίας και σκοπός της χρήσης του ήταν η διασφάλιση της μυστικότητας, του «απορρήτου της ψήφου», μετά την εμπειρία των νόθων εκλογών της Οθωνικής περιόδου, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνταν ψηφοδέλτια. Πώς λειτουργούσε;
Ουσιαστικά, για κάθε υποψήφιο στηνόταν μια ξεχωριστή μεταλλική κάλπη, που ήταν χωρισμένη στα δύο – το αριστερό μέρος ήταν βαμμένο λευκό και αντιστοιχούσε στο «Ναι», ενώ το δεξιά ήταν χρώματος μαύρου και αντιστοιχούσε στο «όχι».
Ο ψηφοφόρος, λοιπόν, έπρεπε υποχρεωτικά ν να περάσει από όλες τις παραταγμένες κάλπες και σε κάθε μία από αυτές να ρίξει μυστικά το σφαιρίδιο, δηλώνοντας τη θέση του ανάλογα με την πλευρά που θα κατέληγε το σφαιρίδιο.
Έτσι βγήκε και η έκφραση του έριξα «μαύρο». Και το «δαγκωτό» βγήκε για να δηλώσει κάποιος το πάθος του στην ψήφο!
Προτού ρίξει την ψήφο του στην αντίστοιχη οπή, ο ψηφοφόρος σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δείξει στον υπάλληλο που βρισκόταν μπροστά από κάθε κάλπη ότι κρατά μονάχα ένα σφαιρίδιο, ενώ για να μην ακούγεται σε ποια μεριά της κάλπης έπεφτε το μεταλλικό αντικείμενο, εσωτερικά η κάλπη ήταν καλυμμένη με ύφασμα.
Και πώς γίνονταν τα κόλπα της νοθείας; Απλώς έριχναν κατά λάθος την κάλπη στο πάτωμα… πριν από την καταμέτρηση, για να αναμειχθούν τα σφαιρίδια.
Συνοπτικά
- Η προφορική και φανερή ψηφοφορία στην Ελλάδα αντικαταστάθηκε το 1834 από το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο, αρχικά στις δημοτικές εκλογές της Αργολιδοκορινθίας.
- Το 1864, το ψηφοδέλτιο καταργήθηκε λόγω αναλφαβητισμού και υιοθετήθηκε η μέθοδος των σφαιριδίων για τη διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου.
- Η χρήση σφαιριδίων είχε τις ρίζες της στην Ενετοκρατία και απαιτούσε από τους ψηφοφόρους να ρίχνουν το σφαιρίδιο σε ξεχωριστές κάλπες για κάθε υποψήφιο.
- Παρά τη μυστικότητα, η νοθεία παρέμενε πρόβλημα, καθώς οι κάλπες μπορούσαν να ανατραπούν για να αναμειχθούν τα σφαιρίδια πριν την καταμέτρηση.