Στην πόλη Aegerten της Ελβετίας, ανακαλύφθηκαν τα υπολείμματα μιας ρωμαϊκής ξύλινης γέφυρας που παρέμεινε βυθισμένη για πάνω από 2.000 χρόνια.
Η γέφυρα, μέρος του οδικού δικτύου Juratransversale, ήταν σε χρήση για περισσότερους από τέσσερις αιώνες, από το 40 π.Χ. έως το 369 μ.Χ., και συνδέει σημαντικούς οικισμούς της περιοχής.
Η ανασκαφή αποκάλυψε πάνω από τριακόσιους δρύινους πασσάλους και πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, όπως μεταλλικά τεχνουργήματα και μια ξυλουργική πλάνη, που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ρωμαϊκή καθημερινότητα και τις στρατιωτικές δραστηριότητες.
Η εξαιρετική διατήρηση των ευρημάτων οφείλεται στις αναερόβιες συνθήκες του υπεδάφους, ενώ η ανακάλυψη προσφέρει νέα δεδομένα για τη στρατηγική σημασία της περιοχής κατά τη ρωμαϊκή εποχή.
Πιο αναλυτικά
Μέλη της περιφερειακής αρχαιολογικής υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια εποπτείας στην πόλη Aegerten στο καντόνι του Bern στην Ελβετία, βρήκαν τα υπολείμματα μιας ρωμαϊκής γέφυρας, μιας υποδομής που εκτεινόταν για πάνω από 400 χρόνια κατά μήκος της παλαιότερης πορείας του ποταμού Zihl και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του οδικού δικτύου Juratransversale.
Η ανακάλυψη, αποτελείται από περισσότερες από τριακόσιους δρύινους πασσάλους της προβλήτας ή ακτίνες της δομής, σε εντυπωσιακή κατάσταση διατηρημένη, χάρη στο γεγονός ότι παρέμενε βυθισμένη στο νερό, ώστε να διατηρηθεί για πάνω από δύο χιλιετίες.
Η ανακάλυψη εντάσσεται στο αρχαιολογικό πλαίσιο που έχει εδραιωθεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες, όταν η ίδια Αρχαιολογική Υπηρεσία, εντόπισε μια σειρά από ρωμαϊκές στρατιωτικές δομές και στις δύο όχθες της πορείας που ακολουθούσε στο παρελθόν ο ποταμός Zihl, ο οποίος αποξηράνθηκε μετά τα διορθωτικά έργα της πορείας του Ζούρα.
Η πρόσφατη παρέμβαση, η οποία ολοκληρώθηκε χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις σύμφωνα με το πρόγραμμα των πολιτικών μηχανικών, έδωσε τη δυνατότητα της προσεκτικής λήψης των δειγμάτων από τους πασσάλους για μεταγενέστερη εργαστηριακή ανάλυση, καθώς και την ανάκτηση μιας τεράστιας ποσότητας αρχαιολογικού υλικού, στοιχεία που συνδέονται με τη χρήση της γέφυρας και τα οποία, είχαν αποτεθεί στην κοίτη του ποταμού.
Τι μαρτυρά η χρονολόγηση
Η απόλυτη χρονολόγηση του ξύλου, η οποία έγινε με χρονολογική ανάλυση των δακτυλίων του κορμού της δρυός, πραγματοποιήθηκε στο εξειδικευμένο εργαστήριο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, παρέχοντας εξαιρετικής χρονολογικής ακρίβειας αποτελέσματα.
Τα δεδομένα, μαρτυρούν ότι οι προβλήτες της γέφυρας υπόκειτο σε διαρκή συντήρηση, επιδιόρθωση και ανασκευή στη διάρκεια της μεγάλης διάρκειας της χρηστικής ζωής της.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις που είναι διαθέσιμες πλέον, η παλαιότερη καταγεγραμμένη κατασκευή πραγματοποιήθηκε το 40 π.Χ., μια περίοδο αμέσως μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση του εδάφους της κέλτικης φυλής των Ελβετών.
Εν τω μεταξύ, τα πιο πρόσφατα δομικά στοιχεία, ανάγονται χρονολογικά στο 369 μ.Χ., μια περίοδο στην οποία ο αυτοκρατορικός στρατός, υπό τον αυτοκράτορα Ουαλεντινιανό Α’, ξεκίνησε μια εκστρατεία για την ενίσχυση και την ενοποίηση της οπισθοφυλακής που βρίσκεται πίσω από το σύστημα οχυρώσεων του ποταμού Ρήνου, τα βόρεια σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το χρονολογικό φάσμα, επιβεβαιώνει την αδιάλειπτη χρήση της υποδομής για πάνω από τέσσερις αιώνες. Η στρατηγική σημασία της γέφυρας έγινε εμφανής στην ανάλυση της λειτουργίας του ρωμαϊκού δικτύου επικοινωνιών.
Η δομή έστεκε στις πύλες της μικρής πόλης Petinesca, στη σημερινή Studen, έναν κρίσιμο κόμβο ανάμεσα σε υδάτινες και χερσαίους οδούς. Μέσω των ποταμών Aar και Zihl και των τριών λιμνών στους πρόποδες του Ζούρα, συνδέονταν οι κύριοι οικισμοί της Ελβετικής Πεδιάδας.
Επιπλέον, μια σημαντική χερσαία διαδρομή, που ξεκινούσε από την Ελβετική πρωτεύουσα Αβάνς (Αβεντικούμ) και κατευθυνόταν ανατολικά μέσω του Μιτελάντ, στην Petinesca είχε μια κρίσιμη παράκαμψη:
Ο δρόμος που διέτρεχε το φαράγγι Taubenloch κοντά στην Biel, παρέκαμπτε το φράγμα του βουνού Ζούρα, για να φτάνει στο Άουγκστ (τη ρωμαϊκή Αυγούστα Ραυρίκα).
Η γέφυρα που ανακαλύφθηκε στο Aegerten, αποτελούσε αναπόσπαστο σύνδεσμο στη διατμηματική οδό Juratransversale, διευκολύνοντας τη διέλευση του ποταμού Zihl σ’ αυτή τη ζωτική αρτηρία για τη στρατιωτική και εμπορική επικοινωνία.
Πριν από τον σχεδιασμό της γέφυρας, η αρχαία κοίτη του ποταμού λειτουργούσε ως χρονοκάψουλα ανυπολόγιστης αξίας.
Η άμμος του ιζήματος διαφύλαξε μια μοναδική συλλογή αντικειμένων τα οποία, είτε από τυχαία απώλεια ή από σκόπιμη ενέργεια, κατέληξαν στα νερά του Zihl.
Πώς έχτιζε τις γέφυρες και τα οχυρά του ο ρωμαϊκός Στρατός
Η ομάδα των αρχαιολόγων, ανέσυρε μια σημαντική ποικιλία μεταλλικών τεχνουργημάτων από την ιλύ, η οποία μαρτυρά την έντονη καθημερινή διέλευση από τη γέφυρα.
Ανάμεσα στα ευρήματα, έχουν καταγραφεί καρφιά από ρωμαϊκά στρατιωτικά σανδάλια (καλίγες), πέταλα αλόγων, τμήματα από χαλινάρι για ζώα του ζυγού, πέλεκυς, μια τρίαινα, κλειδιά και αρκετά νομίσματα.
Ωστόσο, ανάμεσα σε όλα αυτά τα αντικείμενα, ξεχωρίζει ένα μοναδικό: Μία μεγάλη πλάνη ξυλουργού, κατασκευασμένη από ξύλο και σίδηρο, διατηρημένη σε εξαιρετική κατάσταση.
Η διατήρηση της πλάνης – σχεδόν από θαύμα για ένα οργανικό αντικείμενο αυτής της παλαιότητας, αποδίδεται στις αναερόβιες και υγρές συνθήκες του υπεδάφους, οι οποίες απέτρεψαν την καταστροφή. Όλα τα αντικείμενα που έχουν βρεθεί, υποβάλλονται σε εργασίες συντήρησης, σταθεροποίησης και ενδελεχούς μελέτης από ειδικούς.
Το σύνολο των τεχνουργημάτων, σπάνιου πλούτου και γκάμας, αναμένεται πως θα προσφέρει ανεκτίμητα στοιχεία για την κατανόηση της καθημερινής ζωής, τις οικονομικές δραστηριότητες και τις υλικές συνήθειες του πληθυσμού που έζησε και ταξίδευε στην περιοχή, στην μακρά περίοδο της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Συνοπτικά
- Στην Ελβετία, ανακαλύφθηκε ρωμαϊκή ξύλινη γέφυρα στην πόλη Aegerten, που παρέμενε βυθισμένη για πάνω από 2.000 χρόνια.
- Η γέφυρα ήταν σε χρήση για περισσότερους από τέσσερις αιώνες, συνδέοντας σημαντικούς οικισμούς της περιοχής.
- Η εξαιρετική διατήρηση των ευρημάτων οφείλεται στις αναερόβιες συνθήκες, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για τη ρωμαϊκή καθημερινότητα.
- Η ανασκαφή αποκάλυψε πάνω από τριακόσιους δρύινους πασσάλους και πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, που αναδεικνύουν τη στρατηγική σημασία της περιοχής.