Ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με επιβολή δασμών 30% στις εισαγωγές από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό, προκαλώντας ανησυχία για εμπορική σύγκρουση.
Οι επιστολές του προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και την πρόεδρο του Μεξικού εκλαμβάνονται ως απειλή για τη σταθερότητα του παγκόσμιου εμπορίου. Η Ε.Ε. αντιδρά, δηλώνοντας έτοιμη για διαπραγματεύσεις αλλά και για αντιμέτρα.
Παρά τις εμπορικές εντάσεις, η Wall Street παραμένει αισιόδοξη, με τις μετοχές να ανακάμπτουν, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές πιστεύουν πως ο Τραμπ μπορεί τελικά να υποχωρήσει από τις απειλές του.
Ωστόσο, η στρατηγική του Τραμπ συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία για τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Πιο αναλυτικά
Η εμπορική -πολεμική- στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, φαίνεται να κλονίζει τις σχέσεις των ΗΠΑ με δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς τους εταίρους: το Μεξικό και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, κεντρική φιγούρα των εμπορικών διαπραγματεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, φαίνεται να επιδιώκει περισσότερο την επιβολή δασμών μέσω απειλών παρά την επίτευξη εμπορικών συμφωνιών, σχολιάζουν οι New York Times.
Το Σάββατο, ανακοίνωσε μέσω του Truth Social ότι προτίθεται να επιβάλει δασμούς 30% στις εισαγωγές από το Μεξικό και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με προγραμματισμένη εφαρμογή τους από την 1η Αυγούστου, ανεβάζοντας κατακόρυφα τους τόνους στις διαπραγματεύσεις με δύο ζωτικής σημασίας εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Οι επιστολές- τελεσίγραφα του Τραμπ
Ο Τραμπ, σε ξεχωριστές επιστολές του προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και την πρόεδρο του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ, περιέγραψε τα σχέδιά του να επιβάλει δασμούς 30% στις εισαγωγές προϊόντων.
Οι επιστολές αυτές αποτελούν σαφή απειλή για τη σταθερότητα του παγκόσμιου εμπορίου, καθώς η Ε.Ε. και το Μεξικό είναι δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Σύμφωνα με το Politico, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό αντιπροσωπεύουν μαζί περίπου το 1/3 των συνολικών αμερικανικών εισαγωγών.
Σύμφωνα με την Washington Post, οι εμπορικές συναλλαγές των ΗΠΑ με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2024 άγγιξαν σχεδόν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ με το Μεξικό υπερέβει τα 840 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς οι δύο χώρες συνδέονται με μια εμπορική συμφωνία, τη NAFTA, που ανανεώθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ.
Η επιβολή τέτοιων δασμών θα μπορούσαν να διαταράξουν τις διατλαντικές αλυσίδες εφοδιασμού, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες για επιχειρήσεις, καταναλωτές και το παγκόσμιο εμπόριο.
Με τις επιστολές του Σαββάτου, ο Τραμπ έχει πλέον επιβάλει δασμούς σε 24 χώρες, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφέρει το Associated Press. Νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει νέους δασμούς και για άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, ο Καναδάς και η Βραζιλία, καθώς και δασμό 50% στο χαλκό.
Η επιστολή για την Ε.Ε.
«Είχαμε χρόνια για να συζητήσουμε τη μεταξύ μας εμπορική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από αυτά τα μακροχρόνια, μεγάλα και επίμονα εμπορικά ελλείμματα, που προκαλούνται από τους δασμούς σας, τις μη δασμολογικές πολιτικές και τα εμπόδια στο εμπόριο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τραμπ στην επιστολή προς την Ε.Ε.
Σύμφωνα με το Reuters, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την ΕΕ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ όλων των εμπορικών εταίρων τους το 2024, πίσω μόνο από την Κίνα, ενώ το έλλειμμα με το Μεξικό κατέλαβε την τρίτη θέση.
«Η σχέση μας, δυστυχώς, δεν υπήρξε αμοιβαία», συνέχισε στην επιστολή ο Τραμπ.
Στην ίδια επιστολή διατυπώνεται και μία ξεκάθαρη απαίτηση προς τις Βρυξέλλες για κατάργηση των ευρωπαϊκών δασμών, η οποία παρουσιάζεται ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιτρέψει πλήρη, ανοιχτή πρόσβαση στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς την επιβολή δασμών σε εμάς, σε μια προσπάθεια να μειωθεί το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα», υπογραμμίζει.

Η αντίδραση της Ευρώπης
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο να αντιδράσει στις νέες απειλές του Τραμπ. Η Φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι η Ε.Ε. είναι έτοιμη να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, αλλά ταυτόχρονα προειδοποίησε ότι θα ληφθούν αντιμέτρα εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις.
Πρόσθεσε ότι «λίγες οικονομίες στον κόσμο πλησιάζουν το επίπεδο ανοικτότητας και δίκαιων εμπορικών πρακτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
A 30% tariff on EU exports would hurt businesses, consumers and patients on both sides of the Atlantic.
We will continue working towards an agreement by August 1.
At the same time, we are ready to safeguard EU interests on the basis of proportionate countermeasures.
— Ursula von der Leyen (@vonderleyen) July 12, 2025
Η Ε.Ε. ήλπιζε να αποφύγει τους νέους δασμούς του Τραμπ, καθώς οι αξιωματούχοι της είχαν προχωρήσει σε έναν προκαταρκτικό διακανονισμό, ο οποίος διατηρούσε τους δασμούς των ΗΠΑ στο 10% για τα περισσότερα αγαθά.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, με ανάρτησή σου στην πλατφόρμα Χ, αναφέρομενος στους εμπορικούς δασμούς, δήλωσε τη στήριξή του στην Ούρσουλα Φον ντερ Λάϊεν και «τις προσπάθειες της Κομισιόν για την επίτευξη μιας δίκαιης συμφωνίας με τις ΗΠΑ».
Free and fair trade drives prosperity, creates jobs and strengthens supply chains.
Tariffs are taxes. They fuel inflation, create uncertainty and hinder economic growth. We will continue to build strong trade partnerships worldwide.
The EU remains firm, united and ready to…
— António Costa (@eucopresident) July 12, 2025
Η Πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, εξέφρασε την ελπίδα ότι θα αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος και ανέφερε ότι η Ε.Ε. πρέπει να προσφέρει αμοιβαία θετική λύση για τα εμπορικά προβλήματα με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, το γραφείο της Μελόνι, σημείωσε πως η Ρώμη υποστηρίζει τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, από την πλευρά του, εξέφρασε την «πολύ έντονη αποδοκιμασία» της Γαλλίας και κάλεσε την Ε.Ε. να «υπερασπιστεί αποφασιστικά τα ευρωπαϊκά συμφέροντα». Ο Μακρόν καλεί συγκριμένα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να «επιταχύνει την προετοιμασία αξιόπιστων αντιμέτρων, με την κινητοποίηση όλων των εργαλείων που έχει στη διάθεσή της», «εάν δεν υπάρξει καμιά συμφωνία μέχρι την 1η Αυγούστου».
Along with the President of the European Commission, France shares the same very strong disapproval at the announcement of horizontal 30% tariffs on EU exports to the United States from August 1st.
This announcement comes after weeks of intense engagement by the Commission in…
— Emmanuel Macron (@EmmanuelMacron) July 12, 2025
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τις Εμπορικές Σχέσεις, Φρανς Τίμερμανς, προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες εάν επιβληθούν οι δασμοί, προσθέτοντας ότι οι παρεμβάσεις στη διεθνή αγορά μπορεί να κλιμακώσουν τις εντάσεις και να αναταράξουν την ισχυρή ευρωπαϊκή οικονομία.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να υπολογίζει στην πλήρη υποστήριξή μας. Καθώς η ΕΕ πρέπει να παραμείνει ενωμένη και αποφασιστική για την επίτευξη ενός αποτελέσματος με τις ΗΠΑ, το οποίο θα είναι αμοιβαία ωφέλιμο», τόνισε σε μία ανάρτησή του στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Ντικ Σχόοφ.
The US announcement of 30% tariffs on goods imported from the European Union is concerning and not the way forward. The European Commission can count on our full support. As the EU we must remain united and resolute in pursuing an outcome with the United States that is mutually…
— Dick Schoof (@MinPres) July 12, 2025
Στρατηγικές διαπραγμάτευσης
Αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι οι απειλές για δασμούς αποτελούν μια στρατηγική κίνηση, με σκοπό την αποδοχή περισσότερων παραχωρήσεων από ξένες κυβερνήσεις κατά τις εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι κάνουν λόγο για «διαπραγματευτική τακτική».
Παρόλο που μέχρι σήμερα η διοίκηση του Τραμπ έχει ανακοινώσει μόνο δύο προκαταρκτικές συμφωνίες -με τη Βρετανία και το Βιετνάμ-, οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και το «παράθυρο ευκαιρίας» για συμφωνίες με άλλες χώρες στενεύει με ταχείς ρυθμούς.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Goldman Sachs, οι εισαγωγείς και οι ξένοι κατασκευαστές έχουν επωμιστεί περίπου το 40% των επιπτώσεων από τους δασμούς, ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν περίπου το 20% αυτών σε αυξημένες τιμές προϊόντων.
Επιπλέον, πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρές, έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι η στρατηγική των δασμών θα βλάψει τα κέρδη τους, καθιστώντας πιο ακριβές τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και υπονομεύοντας τη δυνατότητά τους να παραμείνουν ανταγωνιστικές και κερδοφόρες.
Σύμφωνα με την Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, οι μικρές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, με τον φόβο ότι η αύξηση των τιμών θα οδηγήσει σε μείωση της κερδοφορίας τους και του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος στην αγορά.
Η αντίδραση της Wall Street
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά την αβεβαιότητα που προκαλούν οι εμπορικές απειλές του Τραμπ, η Wall Street δεν φαίνεται να ανησυχεί υπερβολικά.
Όπως σημειώνει η Post, η χρηματιστηριακή αγορά συνεχίζει να ανακάμπτει παρά τις αμφιβολίες για την εμπορική πολιτική του Αμερικανού Προέδρου.
Παρά την πτώση των τιμών των μετοχών τον Απρίλιο, όταν ανακοινώθηκε η πρόταση για τους υψηλότερους δασμούς σε εισαγωγές προϊόντων στην ιστορία των ΗΠΑ, ο δείκτης S&P 500 ανέκαμψε και σημείωσε αύξηση 26% από την αρχή του Απριλίου, γεγονός που ενισχύει την αντίληψη ότι οι επενδυτές θεωρούν πως ο Τραμπ τελικά θα υποχωρήσει από τις απειλές του.
Αναλυτές της αγοράς πιστεύουν ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να ανεβάζουν τις τιμές των μετοχών, επειδή υποθέτουν ότι ο Τραμπ θα υποχωρήσει.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ θεωρεί τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών των μετοχών ως επικύρωση της στρατηγικής του, αντιμετωπίζοντας την εμπορική πολιτική ως έναν τρόπο να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, ενδεχομένως με τη σκέψη ότι δεν θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες.
Συνοπτικά
- Ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με δασμούς 30% στις εισαγωγές από Ε.Ε. και Μεξικό, προκαλώντας ανησυχία για εμπορική σύγκρουση.
- Η Ε.Ε. είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις αλλά και για αντιμέτρα, προειδοποιώντας για αντίποινα αν δεν επιτευχθεί συμφωνία.
- Παρά τις εντάσεις, η Wall Street παραμένει αισιόδοξη, με τις μετοχές να ανακάμπτουν, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές πιστεύουν πως ο Τραμπ μπορεί να υποχωρήσει.
- Η στρατηγική δασμών του Τραμπ προκαλεί ανησυχία για επιχειρήσεις και καταναλωτές, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις ανησυχούν για το κόστος και την κερδοφορία τους.