Κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Λομέ του Τόγκο, τουλάχιστον επτά άνθρωποι σκοτώθηκαν και δεκάδες τραυματίστηκαν, σύμφωνα με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι διαδηλώσεις, που έλαβαν χώρα από Πέμπτη έως Σάββατο, προκλήθηκαν από την αύξηση των τιμών ενέργειας και τη σύλληψη ατόμων που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε την ανάσυρση πτωμάτων, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε σύνδεση με τις διαδηλώσεις, υποστηρίζοντας ότι οι θάνατοι οφείλονταν σε πνιγμούς. Οι διαμαρτυρίες, που χαρακτηρίστηκαν από βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, είναι οι δεύτερες μέσα σε ένα μήνα και αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στον πρόεδρο Φορ Γκνασινγκμπέ, ο οποίος κυβερνά από το 2005.
Πιο αναλυτικά
Τουλάχιστον επτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες τραυματίστηκαν στη Λομέ, κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στα τέλη του μήνα, σύμφωνα με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι ίδιες πηγές κατήγγειλαν “ωμότητες από δυνάμεις ασφαλείας και παραστρατιωτικούς”, ενώ έκαναν λόγο για επτά πτώματα που ανασύρθηκαν από ποτάμια της πρωτεύουσας, καθώς και για πάνω από 60 συλλήψεις μέσα σε μόλις τρεις ημέρες κινητοποιήσεων, από την Πέμπτη έως το Σάββατο.
Η κυβέρνηση του Τόγκο, μέσω επίσημης ανακοίνωσης, επιβεβαίωσε την ανάσυρση πτωμάτων, ωστόσο αρνήθηκε κάθε σύνδεση με τις διαδηλώσεις. Όπως δήλωσε, «τα ευρήματα των ιατροδικαστικών αναλύσεων (…) έδειξαν πως οι θάνατοι οφείλονταν σε πνιγμούς», χωρίς να διευκρινίζεται ο ακριβής αριθμός των θυμάτων.
Σε δηλώσεις του στην κρατική τηλεόραση το βράδυ της Κυριακής, ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης Ονταμπαλό Αουατέ σημείωσε: «Θα ήθελα να συγχαρώ για την καλή συμπεριφορά τους τους συμπολίτες μας και επίσης τις δυνάμεις ασφαλείας μας για τον επαγγελματισμό τους και πάνω απ’ όλα να καθησυχάσω πως η κυβέρνηση παίρνει όλα τα μέτρα για να προστατεύσει τους πολίτες του Τόγκο».
Απέναντι σε αυτή τη θέση, ο Νταβίντ Ντοσέ, εκπρόσωπος της οργάνωσης «Front Citoyen Togo Debout», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο: «Είμαστε σε μια χώρα όπου οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να βγαίνουν έξω, να εκφράζονται και να μην αντιμετωπίζουν τέτοια βαρβαρότητα από πλευράς του κράτους — αυτό είναι απαράδεκτο». Στο ίδιο πλαίσιο, τόνισε: «Δεν είμαστε ζώα, είμαστε παιδιά αυτής της χώρας κι ως παιδιά και πολίτες αυτής της χώρας το Σύνταγμα μας δίνει το δικαίωμα να εκφραζόμαστε και να διαδηλώνουμε ειρηνικά».
Αν και οι διαδηλώσεις είναι σπάνιες στο Τόγκο τα τελευταία χρόνια, πρόκειται για δεύτερη μαζική κινητοποίηση μέσα στον ίδιο μήνα, με έκκληση που διαδόθηκε κυρίως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Την πρώτη φορά, στις 5 και 6 Ιουνίου, νεαροί διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους με τις αρχές να ανακοινώνουν περίπου 50 συλλήψεις. Ακολούθησαν καταγγελίες κρατουμένων προς τη Διεθνή Αμνηστία ότι υπέστησαν βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης, τις οποίες όμως η κυβέρνηση αρνήθηκε ότι γνωρίζει.
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις από την Πέμπτη έως το Σάββατο σημειώθηκαν σε διάφορες συνοικίες της Λομέ, όπου δεκάδες διαδηλωτές διαλύθηκαν με χρήση δακρυγόνων από την αστυνομία. Σε πολλές περιπτώσεις, στήθηκαν οδοφράγματα με φλεγόμενα ελαστικά και ξύλα, ενώ αρκετά καταστήματα παρέμειναν κλειστά.
Οι διαμαρτυρίες στρέφονταν κατά της σύλληψης ατόμων που άσκησαν κριτική στην κυβέρνηση, της αύξησης των τιμών ενέργειας και της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία επέτρεψε στον πρόεδρο Φορ Γκνασινγκμπέ, 59 ετών, να εδραιώσει περαιτέρω την εξουσία του. Ο Γκνασινγκμπέ ηγείται της χώρας από το 2005 και, με βάση το νέο Σύνταγμα, το Τόγκο μετατράπηκε σε κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου ωστόσο ο πρόεδρος διατηρεί πλήρη εξουσία χωρίς χρονικό περιορισμό.
Αφετηρία των διαμαρτυριών αποτέλεσε η υπόθεση του ράπερ Aamron, γνωστού για την αντιπολιτευτική του στάση, ο οποίος συνελήφθη στα τέλη Μαΐου και εμφανίστηκε ξανά μόλις στις 5 Ιουνίου, σε βίντεο μπροστά από ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου ζητούσε συγγνώμη από τον πρόεδρο Γκνασινγκμπέ. Τελικά, αφέθηκε ελεύθερος στις 21 Ιουνίου.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα Ιουνίου, οι αρχές του Τόγκο ανέστειλαν τη μετάδοση των εκπομπών των γαλλικών μέσων ενημέρωσης France 24 και Radio France Internationale για τρεις μήνες, κατηγορώντας τα πως μετέδωσαν «ανακριβείς και προκατειλημμένες» πληροφορίες για τις κινητοποιήσεις του μήνα.