Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Μάκης Βορίδης, μιλώντας σήμερα το πρωί στο MEGA, έδωσε έμφαση στην ανάγκη ενίσχυσης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την επιστροφή παράνομων μεταναστών, ενώ ξεκαθάρισε ότι η παρουσία τους στη χώρα πρέπει να συνοδεύεται από κυρώσεις.
«Η έμφαση γίνεται στις επιστροφές των παράνομων μεταναστών, αλλά και οι οικειοθελείς επιστροφές, κι αυτό γεννά την ανάγκη ενός νέου νομοθετικού πλαισίου» σημείωσε ο κ. Βορίδης.
Στο επίκεντρο των δηλώσεών του βρέθηκε η στρατηγική αλλαγή που, όπως υποστήριξε, έχει συντελεστεί στο μεταναστευτικό μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019, αλλά και η στροφή που καταγράφεται σήμερα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τις επιστροφές.
Κάνοντας αναδρομή στη διαχείριση του μεταναστευτικού τα προηγούμενα χρόνια, ο κ. Βορίδης περιέγραψε διακριτές φάσεις και διαφοροποίηση στρατηγικών μεταξύ των κυβερνήσεων, επικρίνοντας την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
«Νομίζω ότι στο μεταναστευτικό υπάρχουν φάσεις. Διαφορετική πολιτική είχε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα, έχει την άποψη των ανοιχτών συνόρων και να γίνεται διαχείριση εντάξεως. Αυτό εγκαταλείφθηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι προκάτοχοί μου είχαν αντιμετωπίσει μία κατάσταση που είχαμε Μόρια, Ειδομένη, την απόπειρα Ερντογάν να φέρει μαζικά παράνομους μετανάστες. Οι προκάτοχοί μου στην κυβέρνηση της ΝΔ έδωσαν πολύ μεγάλη έμφαση στο να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα σύστημα διαχείρισης αυτών των μεταναστευτικών ροών».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρώτο βήμα ήταν η δημιουργία δομών ελέγχου στις πύλες εισόδου και η αποτελεσματική διαχείριση των αιτήσεων ασύλου. Παράλληλα, τόνισε ότι ο έλεγχος των συνόρων εντάσσεται στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και ότι υπήρξε πολιτική βούληση να αναδειχθεί ως μείζον ζήτημα δημόσιου διαλόγου.
«Το επείγον τότε ήταν η διαχείριση του να φτιαχτούν κέντρα ελέγχου στην είσοδο, μία αποτελεσματική διαχείριση των αιτήσεων ασύλου. Είναι μία κολοσσιαία δουλειά. Ο έλεγχος στα σύνορα είναι πολιτική ασφαλείας. Το δεύτερο που αλλάζει με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι ξαφνικά από εκεί που δεν ήταν θέμα δημόσιας συζήτησης, γίνεται θέμα συζήτησης ο έλεγχος των συνόρων. Συνυπάρχει πια μία πολιτική ενεργητικής αποτροπής να φυλάξουμε τα σύνορά μας».
Αναφερόμενος στη σημερινή φάση, επεσήμανε πως το βάρος πέφτει πλέον στις επιστροφές όσων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για άσυλο.
«Τώρα ερχόμαστε σε μία τρίτη φάση, που μπαίνει όλη η Ευρώπη και η Ελλάδα, που είναι η επιστροφή. Όσοι κρίνονται παράνομοι πρέπει να γυρνάνε στην πατρίδα τους κι αυτό θέλει ένα αποτελεσματικότερο νομοθετικό πλαίσιο».
Ο υπουργός υπερασπίστηκε την ανάγκη επιβολής κυρώσεων για την παράνομη παραμονή στη χώρα, διευκρινίζοντας ότι αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν και ποινές φυλάκισης, με πρόβλεψη αναστολής στην περίπτωση εθελοντικής αναχώρησης.
«Κάποιος που είναι παράνομα στη χώρα πρέπει να τιμωρείται και μάλιστα αποτελεσματικά, αυτό σημαίνει φυλακή, διοικητική κράτηση, η οποία θα έχει τη δυνατότητα να ανασταλεί οποιαδήποτε εκτέλεση της ποινής του, εφόσον αποφασίσει να αποχωρήσει οικειοθελώς από τη χώρα».
Και πρόσθεσε: «Οι παράνομοι μετανάστες δεν μπορούν να μένουν στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Δείτε το βίντεο:
Σχετικά με τα πρόσφατα περιστατικά βίας σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, ο κ. Βορίδης επεσήμανε την ανάγκη να αναλάβουν οι ίδιες οι πρυτανικές Αρχές πιο ενεργό ρόλο στην επιβολή των κανόνων.
«Το πιο σημαντικό στα ζητήματα της ασφάλειας είναι να μπορέσουν να πειστούν τα πανεπιστήμια και οι πρυτανικές Αρχές να ενεργήσουν και να πάρουν συγκεκριμένα διοικητικά μέτρα, κάτι που δεν είναι συγκλονιστικό, έχουν παρθεί σε όλο τον κόσμο».
Υπενθύμισε πως το πανεπιστημιακό άσυλο έχει καταργηθεί και στόχος της κυβέρνησης είναι η πλήρης εξάλειψη των φαινομένων βίας, μέσα από τη συνεπή εφαρμογή του νόμου.
«Το άσυλο έχει τελειώσει, δεν υπάρχει αυτού τους είδους προστασία. Εδώ το ζήτημα είναι η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Ακόμα και τα φαινόμενα βίας έχουν περιοριστεί αρκετά στα πανεπιστήμια και σκοπός της κυβέρνησης είναι να τα μηδενίσει. Για να το κάνεις αυτό είναι σημαντικά τα διοικητικά μέτρα, ένα βήμα είναι οι πειθαρχικές κυρώσεις».
Τέλος, ο υπουργός σχολίασε τις κατηγορίες περί συγκάλυψης της υπόθεσης των Τεμπών, απορρίπτοντάς τες κατηγορηματικά και κάνοντας λόγο για πολιτική εργαλειοποίηση της τραγωδίας από την αντιπολίτευση.
«Δεν πιστεύω ότι η κυβέρνηση έχει κάνει κάποια πράξη συγκάλυψης. Υπάρχει μία άγρια πολιτική εκμετάλλευση του θέματος λόγω του συναισθηματικού φορτίου που φέρει η υπόθεση». Και κατέληξε: «Αντιθέτως, δεν γνωρίζω κυβέρνηση που να έχει φερθεί με τόσο διαφανή και ακέραιο τρόπο σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση στην οποία εμπλέκεται. Κυβέρνηση με πλειοψηφία να παραπέμπει εν ενεργεία μέλος της κυβέρνησης στο ειδικό δικαστήριο, δεν θυμάμαι να υπάρχει κάποιο τέτοιο προηγούμενο».